Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Η «Αντιγόνη» της Λούλου Ράκζκα στο Θέατρο Κυδωνία


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης 

Η φετινή χρονιά στην Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη κλείνει με ένα ακόμα έργο που ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα των θεατρικών επιλογών στην πόλη μας. Η «Αντιγόνη» της Λούλου Ράκζκα, ένα έργο της σύγχρονης αγγλικής δραματουργίας που μεταφέρει τον μύθο της Αντιγόνης στην εποχή μας μέσα από μια καλοδουλεμένη θεατρική προσπάθεια, στην αίθουσα του Θεάτρου Κυδωνία σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Οι παραστάσεις ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2022* και ολοκληρώνονται στις 3 Δεκεμβρίου.

Δεν είναι η πρώτη φορά όπου διάφορες εκδοχές της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή (παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 441 π.Χ.) μεταφέρονται στη σκηνή από διάφορους δημιουργούς. Παράλληλα έχει εμπνεύσει παραστάσεις από νεότερους συγγραφείς. Οι γνώστες του αντικειμένου θα θυμηθούν την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανουίγ (1943) και του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1947). Επίσης, μέσα στο 2022, με επίκεντρο την Αθήνα, ακολούθησε μια σειρά παραστάσεων με την εκδοχή του Ανουίγ σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαπα αλλά και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή με την ματιά του Χάρη Φραγκούλη. Η προσπάθεια της Ράκζκα έρχεται να προστεθεί στη σχετική λίστα για να προσφέρει στο κοινό ένα φρέσκο έργο από μια άγνωστη στο ελληνικό κοινό συγγραφέα, με τη δική του αυτονομία και ταυτότητα που αναδεικνύει το διαχρονικό ενδιαφέρον για τον ιστορία της Αντιγόνης. 



Η γραφή της, άμεση και στιβαρή, ανανεώνει την αρχαία τραγωδία διατηρώντας το ίδιο θέμα: την προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει το νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Το μυθολογικό στοιχείο απουσιάζει ενώ ο χώρος του σύγχρονου δράματος είναι και πάλι η πόλη της Θήβας, αν και δεν κατονομάζεται. Σκοπός της δημιουργού είναι να μην υπάρξει ταύτιση με μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και να αποφύγει τους εύκολους παραλληλισμούς. Ακόμα κι έτσι, η σκέψη του θεατή δεν θα αποφύγει να κάνει τον συσχετισμό με κάποιο σύγχρονο παράδειγμα. Προσωπικά, σκέφτηκα την Ουκρανία.  

Το έργο 

Η Αντιγόνη και η αδερφή της Ισμήνη, τα κεντρικά πρόσωπα του μύθου που η συγγραφέας τα θέλει σε νεαρή ηλικία, περνάνε τις μέρες τους σ' ένα σπίτι ενώ γύρω τους εξελίσσεται η πολεμική σύγκρουση μεταξύ των στρατών των δίδυμων αδερφών Ετεοκλή και Πολυνείκη. Ανάμεσα στους βομβαρδισμούς, στις χαμηλές πτήσεις των μαχητικών αεροπλάνων πάνω από τις στέγες των σπιτιών και με λίγα χιλιόμετρα απόσταση από το σημείο όπου εκτελούνται οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι κοπέλες δεν σταματούν να ονειρεύονται, να χορεύουν, να σχολιάζουν τη ζωή τους. Είναι μια εικόνα που κυριαρχεί στο ξεκίνημα της παράστασης, που μας συστήνει τους δύο χαρακτήρες και η οποία δοκιμάζει την υπομονή του θεατή που περιμένει μια γρήγορη εξέλιξη του δράματος. Το τέλος του πολέμου θα φέρει νέες ανατροπές στη ζωή της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία σώθηκε και προσπαθεί πια να επανέρθει στην καθημερινότητα της. Εκεί, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, θα κληθούν να λάβουν κάποιες κρίσιμες αποφάσεις. 


Στη συνέχεια δύο στάσεις ζωής θα συγκρουστούν: Η Αντιγόνη, ανεξάρτητη, με όνειρα και επιθυμίες που δύσκολα τιθασεύονται, δεν θέλει να ξεχάσει τη φρίκη του πολέμου, δεν μπορεί να συμβιβαστεί ότι ο ένας αδερφός τους τιμήθηκε ως ήρωας ενώ το σώμα του δεύτερου έμεινε άταφο. Και η Ισμήνη που φοβάται να έρθει σε σύγκρουση με τις αποφάσεις της εξουσίας, που αγωνίζεται να μη χάσει το μοναδικό της στήριγμα – την αδερφή της – ενώ παράλληλα διεκδικεί να γευτεί τους καρπούς της μεταπολεμικής ζωής παρέα με εκείνους που αγαπά. Στο τέλος, όσο και να προσπαθήσει, ποτέ δεν θα καταλάβει τα κίνητρα που οδήγησαν την Αντιγόνη στη μοιραία απόφαση. Τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος, που εμφανίζονται στο έργο για μικρό χρονικό διάστημα με τη μορφή μάσκας, δείχνουν με εμφατικό τρόπο τη μοναξιά της Αντιγόνης και το δίλημμα το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει. 

Σχόλιο 

Όλα τα παραπάνω καθιστούν την «Αντιγόνη» της Ράκζκα ένα σύγχρονο κι επίκαιρο έργο, για τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κόσμο (όπως παρουσιάζεται με το μονόλογο της Ισμήνης) και για τα σύγχρονα διλήμματα που αφορούν την απόδοση της δικαιοσύνης, τις επιπτώσεις των πράξεων μας, τα όρια της εξουσίας καθώς και το ρόλο της κοινωνίας, με σαφές αντιπολεμικό μήνυμα που δεν καταφεύγει σε ιδεολογικές ευκολίες και διδακτισμούς. Παράλληλα συνομιλεί επιτυχημένα με το αρχέτυπο του Σοφοκλή, χωρίς να θυσιάζει τη δική της αυτονομία. 


Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη μας κάνει κοινωνούς σε αυτή την πραγματικότητα και ενισχύσει ποιοτικά την νεανική οπτική και το δυναμικό κείμενο της Αγγλίδας συγγραφέως (σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση). Οι νεαρές μαθήτριες του Θεάτρου Κυδωνία, η Τόνια Κατσούλη και η Σοφία Γαροφαλάκη στους ρόλους της Αντιγόνης, της Ισμήνης και των άλλων προσώπων, καθοδηγούνται στη σκηνή σοφά, γίνονται ένα με τους χαρακτήρες που υποδύονται. Παράλληλα κερδίζουν το κοινό με τα πάθη των δύο γυναικών ενώ αφήνουν τις καλύτερες υποσχέσεις για την μελλοντική τους εξέλιξη. Η σκηνική εγκατάσταση του έργου, μια δημιουργία της εικαστικού Νάντιας Καλαμαρά με τα αρχαιοελληνικά και νεότερα στοιχεία, και οι θεατρικές μάσκες με την ιδιαίτερη αισθητική, της επίσης εικαστικού Όλγας Βερυκάκη, αποτελούν τον τρίτο πρωταγωνιστή του έργου με τρόπο που δεν είχαμε δει σε προηγούμενες θεατρικές παραστάσεις της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη (από όσες έχω παρακολουθήσει τουλάχιστον).

Με λίγα λόγια δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο σύνολο που θα παραμείνει, και αυτό, στη μνήμη των φίλων του θεάτρου στην πόλη μας. Ενημερωτικά, από τη νέα χρονιά, το Θέατρο Κυδωνία επανέρχεται στην ελληνική δραματουργία με την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη και ένα θίασο οχτώ ηθοποιών. 


*Το κείμενο γράφτηκε ως ένας απολογισμός της «Αντιγόνης». Ο κανονικός κύκλος παραστάσεων ολοκληρώθηκε την Δευτέρα 28 Νοεμβρίου. Η επιτυχία της θεατρικής παράστασης και η ανταπόκριση του κοινού οδήγησε σε δύο επιπλέον παραστάσεις, την Παρασκευή 2/12 με ώρα έναρξης 9.00μμ και το Σάββατο 3/12 με ώρα έναρξης 7.30μμ (απογευματινή). 

On-line προπώληση εισιτηρίων: www.ticketservices.gr

https://www.ticketservices.gr/event/antigoni-theatro-kydonia/

~

Φωτογραφίες της παράστασης: Πάρις Χαμουρίκος 


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Μαϊκ Μπάρτλετ: “Χιονονιφάδα” – Μια επίκαιρη και διδακτική χριστουγεννιάτικη ιστορία από την Αγγλία του Brexit (στο Θέατρο Κυδωνία)

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Θα ξεκινήσω το σημείωμα μου με αυτό. Η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη και το Θέατρο Κυδωνία αποτελούν μια όαση στα θεατρικά και πολιτιστικά πράγματα της πόλης μας (Χανιά). Αλλά είναι και κάτι περισσότερο, καθώς αναζητώντας σύγχρονα θεατρικά έργα που βρίσκονται στην αιχμή των εξελίξεων στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα (Λαμπεντούζα, Κατεστραμμένο Δωμάτιο, Άγγελέ μου, κ.α.) η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη καταφέρνει να χτίζει ένα πιστό θεατρικό κοινό που δεν αμελεί με τη σειρά του να στηρίζει και να ενισχύει τις επιλογές της είτε είναι θεατρικές παραστάσεις, πάντα πρωτότυπες και άκρως ενδιαφέρουσες, είτε άλλου τύπου πολιτιστικές εκδηλώσεις. Με τη σειρά της πάλι, συνεχίζει να μας παρουσιάζει έργα αιχμής που προβληματίζουν αλλά και ψυχαγωγούν τον θεατή χωρίς να γίνονται αισθητικές ή ιδεολογικές παραχωρήσεις και ευκολίες.

Ένα τέτοιο έργο αιχμής αποτελεί και η χριστουγεννιάτικη παράσταση “Χιονονιφάδα” (Snowflake, 2018) του Μαϊκ Μπάρτλετ που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες, σε πρώτη πανελλαδική προβολή στην πόλη μας, στο Θέατρο Κυδωνία σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Έξυπνο, βαθιά συγκινητικό αλλά και με διακριτό χιούμορ είναι ένα έργο που έχει πράγματα να μας πει αλλά κυρίως να διδάξει: για το χάσμα των γενεών που είναι ένα πολύμορφο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χάσμα, για τη σχέση γονιών και παιδιών και για τις απαιτήσεις -σωστές ή λανθασμένες- που μπορεί να έχει ένας πατέρας για το παιδί του κι αντίστροφα, για την επιρροή της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για την Αγγλία του Brexit. Γενικότερα, η “Χιονονιφάδα” ανοίγει ζητήματα που μας απασχολούν κι εδώ, στη χώρα μας, αλλά δεν είναι ένα βαρύ έργο. Δεν χρειάζεται να είναι. Ούτε είναι ένα ανάλαφρο έργο όπως οι συνηθισμένες αμερικάνικες ή/και βρετανικές κομεντί με τις οποίες μας βομβαρδίζει τέτοιες γιορτινές μέρες η τηλεόραση όπου εξαφανίζεται κάθε κοινωνική αιχμή για να ειπωθούν στεγνές κι ανούσιες ιστορίες, με εύκολη, σχεδόν ηλίθια, επίκληση στο συναίσθημα όπου το μόνο που χρησιμεύουν είναι για να περάσει κάποιος την ώρα του, λαμβάνοντας όμως όλα τα λάθος μηνύματα. Στη “Χιονιφάδα” συμβαίνει το αντίθετο, ίσως και κάτι περισσότερο, καθώς από τη μία πλευρά αναδεικνύεται ότι οι προσωπικές μας επιλογές δεν μένουν ανεπηρέαστες από την ευρύτερη συγκυρία και από την άλλη ότι ένας μικρός συμβιβασμός ίσως είναι αναγκαίος μεταξύ δύο αντιμαχόμενων(;) πλευρών που αναγνωρίζουν πως τους ενώνουν πολλά περισσότερα από όσα τους χωρίζουν.

υπόθεση του έργου είναι απλή, στα χέρια ενός άλλου δημιουργού θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια από τις ανούσιες κομεντί που αναφέρω πιο πάνω, αλλά ουσιαστική. Η πρώτη πράξη ξεκινάει με ένα μονόλογο, όπου παρουσιάζεται ο Άντυ ένας μεσήλικας που του αρέσουν τα τηλεοπτικά προγράμματα παλαιότερων εποχών. Η γυναίκα του έχει πεθάνει από μια ανίατη αρρώστια πριν χρόνια και η κόρη του έχει φύγει από το σπίτι στα δεκαοκτώ της, χωρίς να εξηγήσει ποτέ το λόγο. Από τότε έχουν περάσει δύο χρόνια και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Φέτος, όμως, ο Άντυ μαθαίνει πως κάποιοι την είδαν στα πέριξ κι ελπίζει πως η κόρη του (Μάγια) θα γυρίσει σπίτι τα Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Νοικιάζει απ’ την κοινότητα τον χώρο εκδηλώσεων, τον στολίζει γιορταστικά και την περιμένει να φανεί. Και ενώ ως πατέρας προσπαθεί να φανταστεί τους λόγους που την έκαναν να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της, εκφράζοντας ταυτόχρονα τις δικές του κοινωνικές απόψεις, που είναι χαρακτηριστικές ανθρώπου κάποιας ηλικίας, με όλες τις προκαταλήψεις, αλλά και τη σοφία της γενιάς του, ένα άγνωστο κορίτσι (Νάταλι), που είναι ακριβώς στην ηλικία της κόρης του, εμφανίζεται στην αίθουσα. Σ’ αυτό το σημείο ξεκινάει η δεύτερη πράξη όπου ο καθένας από τους συντελεστές έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του φαντάσματα των Χριστουγέννων… Ίσως το μεγαλύτερο φάντασμα απ’ όλα, και στη δεδομένη στιγμή, να είναι το ίδιο το Brexit που στο έργο του Μαϊκ Μπάρτλετ παρουσιάζεται ως επιλογή των παλιότερων γενιών, την ίδια ώρα που η απελευθερωμένη νεολαία επιλέγει την Ευρωπαϊκή Ένωση. (Είναι έτσι όμως; Θα έλεγα, ότι σε ένα βαθμό, ισχύει μάλλον το αντίθετο. Δηλαδή ότι η ΕΕ δεν αποτελεί ένα πρότυπο απελευθέρωσης αλλά ένα καταπιεστικό μηχανισμό κι ότι το Brexit δεν ήταν μια επιλογή αποκλειστικά των παλιότερων γενιών, είναι μια πιο σύνθετη ιστορία. Αλλά δεν θα επεκταθώ).

Συμπερασματικά, η “Χιονιφάδα” είναι μία θεατρική παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσεις. Ίσως σε κάποιο σημείο οι πρωταγωνιστές της να σου φανούν μονόπλευροι, χωρίς περιθώρια ελιγμών, αλλά δεν είναι. Βαθύτεροι πόνοι κι ανησυχίες τους διακατέχουν ή/και τους κατατρέχουν, αλλά γνωρίζουν κατά βάθος ότι χρειάζεται να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλο, βάζοντας στην άκρη τον εγωισμό τους, ώστε να δεχτούν να αλλάξουν και να αλλάξουν τις κλειδωμένες καρδιές τους για να πάνε μπροστά. Σίγουρα, σε κάποιο άλλο σημείο θα ταυτιστείς με τους ήρωες ή τουλάχιστον με κάποιες θέσεις ή συνήθειες τους και θα καταλάβεις ότι για να αποφεύγονται οι διαπροσωπικές συγκρούσεις χρειάζεται ο διάλογος και η επικοινωνία αντί της απομόνωσης, της φυγής ή και της επιβολής της γνώμης σου πάνω στον άλλο. Και οπωσδήποτε θα προβληματιστείς με όλα τα παραπάνω. Αλήθεια, τι θα έκανες εσύ σε μια τέτοια περίπτωση; Πως θα την αντιμετώπιζες; Με αυτές ακριβώς τις σκέψεις έφυγα από την παράσταση.

Αυτή είναι και η σημαντικότερη συνεισφορά του έργου. Κι ο Μαϊκ Μπάρτλετ το καταφέρνει αυτό με μαστοριά, όπως το κάνουν κι οι συντελεστές της ελληνικής απόδοσης της “Χιονονιφάδας”. Χαίρεσαι να βλέπεις τον έμπειρο Μιχάλη Βιρβιδάκη στον ρόλο του μεσήλικα Άντυ που αγωνίζεται να βρει διέξοδο στην αγωνία του ως πατέρας και μπροστά σ’ ένα κόσμο που αλλάζει, χαίρεσαι με την μαχητική Μαρία Γιαννικάκη στον ρόλο της εξεγερμένης κι απόλυτα συνειδητοποιημένης για την ταυτότητας της Μαρίας που αποζητά την πατρική αναγνώριση και τον σεβασμό, απολαμβάνεις την εμπνευστική Έβελιν Σαγώνα ως Νάταλι που αγωνίζεται και καταφέρνει όχι απλώς να ενώσει ξανά τον πατέρα με την κόρη κι αντίστροφα αλλά που φέρνει παράλληλα το φως και μια άλλη ποιότητα σε μια ταραγμένη σχέση.Η επιλογή του ονόματος της ηρωίδας, του σημαντικότερου προσώπου του έργου, δεν είναι τυχαία. Η ουσιαστική παρέμβαση της στην “Χιονονιφάδα” το αποδεικνύει. (Για τους πιο υποψιασμένους, το ίδιο το όνομα της που έχει λατινική ρίζα αποκαλύπτει και τον ρόλο της σ’ αυτό το δράμα. Υπενθυμίζω λοιπόν, ότι κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του “αηττήτου ηλίου” στις 25 Δεκεμβρίου, γνωστή ως Dies Natalis Solis Invicti, γιορταζόταν στην αρχαία Ρώμη, το γεγονός της τροπής του ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό κι έτσι οι ημέρες να γίνονται όλο και πιο μεγάλες).

Θα κλείσω εδώ αυτό το σημείωμα. Για εσένα που δεν πρόλαβες να παρακολουθήσεις αυτή τη χριστουγεννιάτικη ιστορία υπάρχει ακόμα καιρός. Θα το δεις, θα βγεις πολλαπλά ωφελημένος στη συνέχεια.

Αγώνας της Κρήτης  (3/1/2020)

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Θέατρο: «Άγγελέ μου» του Χένρι Νέιλορ, παρουσιάζεται στην Αθήνα (για 2 παραστάσεις, θέατρο Σφενδόνη)


Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης 

Μετά από την παρουσίαση, για πρώτη φορά στην Αθήνα, με τα Χανιά και την Κρήτη να προηγούνται, του θεατρικού έργου «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» των Μάθιου Λέντον/Vanishing Point, το Θέατρο Κυδωνία και η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη επανέρχονται με ακόμα ένα επίκαιρο έργο που με αφορμή την πραγματική ιστορία μια νεαρής Κούρδισσας προσεγγίζει ζητήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση, την γυναικεία καταπίεση, την φρίκη του πολέμου και ιδιαίτερα του πολέμου που διεξάγονταν μεταξύ των Κούρδων μαχητών και των φονταμενταλιστών του ISIS στη βόρειο Συρία.

Πρόκειται για το έργο με τον τίτλο «Άγγελέ μου» του Χένρι Νέιλορ, που παρουσιάζεται κι αυτό για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από την ομάδα του Θεάτρου Κυδωνία, με έδρα τα Χανιά, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη, μετάφραση του Δημήτρη Κιούση και με πρωταγωνίστρια τη νέα ηθοποιό Κατερίνα Μαντίλ και εντάσσεται σε μία σειρά επιλεγμένων θεατρικών έργων της τελευταίας τριετίας, από διαφορετικούς συγγραφείς, που ανοίγουν τη συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των Ευρωπαίων πολιτών σχετικά με τα ζητήματα της προσφυγιάς, του πολέμου ενώ παράλληλα ανοίγουν κι άλλη μία εξίσου σημαντική κι όχι αδιάφορη συζήτηση σχετικά με την στάση των ΜΜΕ αλλά και το διαδικτύου απέναντι σε όλα αυτά, καλλιεργώντας μια συγκεκριμένη στάση (παθητικής, θα λέγαμε) συμπεριφοράς απέναντι σε όλα αυτά.


Συγκεκριμένα, το «Άγγελέ μου» είναι ένας, διάρκειας μιας ώρας, σκληρός, συγκλονιστικός και καταιγιστικός μονόλογος, έντονα συναισθηματικός αλλά και με γερές δόσεις χιούμορ που τη μία φορά αποκλιμακώνει την ένταση μέχρι την επόμενη κρίσιμη στιγμή και με πρωταγωνιστικό πρόσωπο ένα νεαρό κορίτσι από το Κουρδιστάν, τη Ρεχάνα. Η Ρεχάνα (πραγματικό πρόσωπο), με τους γονείς της να την φωνάζουν «Άγγελέ μου», μεγαλώνει σε ένα αγρόκτημα με φυστικόδεντρα σε ένα χωριουδάκι κοντά στο Κομπάνι στη Βόρεια Συρία. Μας αφηγείται την ιστορία της παιδικής της ηλικίας, μας μιλά για τον πατέρα της που πάντα ονειρευόταν την εποχή που οι γυναίκες θα ήταν ισότιμες με τους άντρες, για τις βαθιά ριζωμένες μέσα της ειρηνιστικές πεποιθήσεις και για την επιθυμία της να γίνει μια μέρα δικηγόρος. Άλλες όμως οι βουλές των πολεμοκάπηλων, του ιμπεριαλισμού και της ιστορίας που αρέσκεται να σκαρώνει φάρσες στα ανθρώπινα υποκείμενα μόνο και μόνο για να τις μετατρέψει σε τραγωδίες χωρίς επιστροφή, αργότερα… Έτσι, όταν η Ρεχάνα γίνεται δεκαεπτά χρονών, στο Κομπάνι ξεσπά ο πόλεμος, καθώς το ISIS (το DAESH όπως είναι το αντίστοιχο ακρώνυμο στα Αραβικά) πολιορκεί κατ’ αρχήν και αργότερα κατακτά όλα τα εδάφη στη Βόρεια Συρία (μέχρι να το εκδιώξουν αργότερα αλλά αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στον θεατρικό κι ιστορικό χρόνο που ταυτίζονται μέσα στο έργο). Μέσα στη φρικωδία ενός από τους πιο αποτρόπαιους και ανελέητους πολέμους, το νεαρό κορίτσι καταφέρνει να παραμείνει ζωντανό, γλυτώνοντας κατά τύχη ή από σύμπτωση από τους αμέτρητους κινδύνους κατά της ζωής και της αξιοπρέπειας της που παραμονεύουν σε κάθε της βήμα, ώσπου στο τέλος προσχωρεί σε μια ομάδα από Κούρδισες γυναίκες που μάχονται το DAESH.

Όπως θα κατάλαβε ήδη ο αναγνώστης κι η αναγνώστρια το «Άγγελέ μου» είναι ένα πολιτικό έργο, δείγμα του θεάτρου που τόσο έχουμε ανάγκη σήμερα, ανοίγει μια σειρά από ζητήματα αιχμής: η εμφανέστατη καταπίεση της γυναίκας (στην Ανατολή και κόντρα στην περισσότερο κρυφή αλλά εξίσου σκληρή της πολιτισμένης Δύσης), το σκοτάδι που επιβάλλει η θρησκεία σε κάθε μορφή συνείδησης και ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά και η ελπίδα που δίνει ο συλλογικός, προσωπικός, καμιά φορά και ένοπλος αγώνας αλλά και πολλά άλλα που δεν επιθυμώ να παραθέσω εδώ, μόνο και μόνο για να μην χαλάσω την προσδοκία το κλίμα της αναμονής που πρέπει πάντα να συνοδεύει μία αντίστοιχη προσπάθεια.

Δεν θα χάσει όποιος/α παρακολουθήσει την παράσταση. Η ευφυέστατη, γρήγορη σε εναλλαγές και διαλλείματα γραφή του Χένρι Νέιλορ, η λιτή αλλά επαρκέστατη σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Βιρβιδάκη και κυρίως η πολυπρόσωπη, πολύμορφη, ευαίσθητη και σκληρή κατά περίπτωση, σπιρτόζικη και βαθειά ανθρώπινη ερμηνεία της Κατερίνας Μαντίλ δεν θα απογοητεύσουν κανέναν.

Ατέχνως, 15/12/2018

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Είδαμε το «Τριγύρω μας» από την θεατρική ομάδα «Οι ΣκηνοΠλόκοι»

 


Οι ΣκηνοΠλόκοι είναι μία από τις νέες και δραστήριες θεατρικές ερασιτεχνικές ομάδες της πόλης μας και το «Τριγύρω τους», σε σκηνοθεσία του Μηνά Μιχάλη, είναι η πιο πρόσφατη θεατρική δουλειά τους που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε αυτό το σαββατοκύριακο στον ομώνυμο, μικρό αλλά ζεστό θεατρικό χώρο της ομάδας στην Πελεκαπίνα (Κ. Μάνου 32), δηλαδή εκτός του κέντρου της πόλης που συνήθως χτυπάει η πολιτιστική καρδιά των Χανίων, όπου έχουν κατά καιρούς φιλοξενηθεί κι άλλες ενδιαφέρουσες παραστάσεις είτε των ΣκηνοΠλόκων, είτε άλλων θεατρικών ομάδων (πχ πρόσφατα παρουσιάστηκε το ενδιαφέρον Nordost του Torsten Buchsteiner, από την «Ε.Ν.στάση τέχνης).

Θα ξεκινήσουμε από αυτό λοιπόν, και θα σημειώσουμε πως αυτή η επιλογή, για ένα θεατρικό σπίτι εκτός του επιχειρηματικού και πολιτιστικού κέντρου των Χανίων, που ίσως να αποτελεί και μια επιλογή ανάγκης – εάν συνυπολογίσουμε τη δυσκολία εύρεσης και επαγγελματικής στέγης στην πόλη μας, οδηγεί σε μια καλοδεχούμενη «αποκέντρωση» και που αποδεικνύει ότι παντού μπορεί να παράγεται πολιτισμός. Το αδιαχώρητο που γίνεται, σε κάθε παράσταση των ΣκηνοΠλόκων, νομίζουμε πως αποδεικνύει αυτή τη θέση συν βέβαια ότι επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά η ανάγκη για πολιτιστικές πρωτοβουλίες και δράσεις που πάνε πέρα από τα συνηθισμένα του… τηλεοπτικού μας πολιτισμού.

Η κοινωνία στο προσκήνιο

Τι είναι λοιπόν το «Τριγύρω μας»; Είναι μία σειρά μονόπρακτων επηρεασμένα από την κοινωνία του σήμερα και με σκοπό, όπως σημειώνουν οι δημιουργοί του, «την ωμή αναπαράσταση καταστάσεων που συμβαίνουν τριγύρω μας και δεν τα βλέπουμε ή κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε». Και πραγματικά, τα θέματα που προσέγγισαν οι ΣκηνοΠλόκοι σε αυτές τις παραστάσεις κατάφεραν όχι μόνο να αναπαραστήσουν διάφορες κοινωνικές και βαθύτατα υπαρξιακές καταστάσεις αλλά και, σε αρκετές περιπτώσεις, να αγγίξουν το κοινό μέχρι το βάθος της ψυχής του, των συναισθημάτων και των εμπειριών του.

Το «Τριγύρω μας» κι οι ιστορίες του ανέδειξαν ότι η ζωή δεν μπορεί να είναι και φυσικά δεν είναι, ένα γλέντι διαρκείας αλλά μια διαδικασία ιδιαίτερα σκληρή που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινωνική προκατάληψη, με τον ρατσισμό, είτε αυτός εκφράζεται ενάντια σε ανθρώπους διαφορετικού χρώματος και φυλών από την δική μας, είτε ενάντια όσων έχουν διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, με το στίγμα της αρρώστιας, με την απώλεια των δικών σου ανθρώπων ενώ ακόμα έδειξε ότι πίσω από τα συσσίτια της φιλανθρωπίας και την ανάγκη κάποιων, πολλών είναι η αλήθεια, ανθρώπων, κρύβονται ιστορίες, επιθυμίες και όνειρα που η φτώχεια και η κοινωνική αλλοτρίωση έχουν ισοπεδώσει. Είναι μάλιστα φορές που οι απελπισμένοι δεν έχουν άλλη διέξοδο από το να φύγουν από τη ζωή, σίγουροι όμως πως δεν έχουν κάποιον να τους περιμένει πίσω, γνωρίζοντας καλά πως δεν θα τραβήξουν άλλους στη δυστυχία τους.

Κι όμως το μήνυμα της παράστασης, αντίθετα όπως αυτά που ίσως δείχνει με μια πρώτη ανάγνωση, είναι μήνυμα ελπίδας κι όχι απόγνωσης, γνωρίζοντας πως και αν δεν είναι ένα μεγάλο γλέντι η ζωή, αυτό δεν σημαίνει ότι με κάθε αφορμή κι αιτία εμείς δεν πρέπει να ξεχνάμε να εκφράζουμε την αγάπη μας αλλά και την αλληλεγγύη μας…

Συγκίνηση

Ακόμα, η μνήμη και η απώλεια της, η οικογενειακή αγάπη, το προσφυγικό ζήτημα, ο σεβασμός των ηλικιωμένων ανθρώπων που μας έφεραν στη ζωή ήταν θέματα που προσέγγισαν με ιδιαίτερη ευαισθησία οι ΣκηνοΠλόκοι – κάποιοι μάλιστα από τους ηθοποιούς πραγματοποίησαν με το «Τριγύρω μας» την πρώτη τους θεατρική εμφάνιση! Και φυσικά αυτό από μόνο του είναι ένα γεγονός άξιο σχολιασμού καθώς δεν είναι και λίγο να πραγματοποιείς μια θεατρική παράσταση τέτοιου βάθους όντας πρωτοεμφανιζόμενος!

Είναι αλήθεια πως υπήρχαν αδυναμίες στην παράσταση: κάποιες ιστορίες έμοιαζαν περισσότερο άνισες ή και ρηχές σε σχέση με κάποιες άλλες – λογικό όμως όταν μιλάμε για μια σειρά από διάφορες ιστορίες που προσεγγίζουν ποικίλες καταστάσεις μέσα στην κοινωνία, αλλού ένας υπερβολικός θόρυβος, χτύπημα ή και φωνή/ερμηνεία, κάπου μια μάλλον τηλεοπτική και οπωσδήποτε μελοδραματική προσέγγιση, κάπου αλλού και σε σκηνές που η σιωπή ήταν προτιμότερη είχαμε μουσική υπόκρουση που αποπροσανατόλιζε τον θεατή αλλά αυτές οι αδυναμίες δεν ήταν δυνατό να επισκιάσουν, και ούτε επισκίασαν, το σύνολο της προσπάθειας που κρίνεται κάτι παραπάνω από επιτυχημένη. Και φυσικά, μόνο και μόνο, που είχαμε ελληνικό κείμενο για αναπαραγωγή, δηλαδή και προς αποφυγή παρεξηγήσεων σχετικά με το «ελληνικό», κείμενο γραμμένο από τους ίδιους τους δημιουργούς της παράστασης, αυτό δείχνει την σοβαρότητα της δουλειάς που πραγματοποιούν οι ΣκηνοΠλόκοι και το μεράκι όλων των συμμετεχόντων στην ομάδα.

Η τελευταία παράσταση του «Τριγύρω μας», που όντως πέτυχε να αναπαραστήσει και κυρίως να αναδείξει σκληρά θέματα και εικόνες που μας έχουν μάθει να αγνοούμε και που συγκίνησε τους θεατές με την απλότητα της, πραγματοποιήθηκε, με ελεύθερη είσοδο, στον χώρο του Πολιτιστικού Κέντρου Μουρνιών, δείχνοντας και το κοινωνικό πρόσωπο της ομάδας. Ελπίζουμε να συνεχίσουν με αυτή τη διάθεση και περιμένουμε την κωμωδία που όπως μάθαμε θα ετοιμάσουν και που φυσικά, θα παρακολουθήσουμε.

Αγώνας της Κρήτης (22/10/2018)

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Για τη θεατρική παράσταση “Το φράκο”, από τη θεατρική κολεκτίβα “Τσιριτσάντσουλες”

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Παρακολούθησα την προηγούμενη εβδομάδα “Το φράκο”, την φετινή θεατρική δημιουργία από τις “Τσιριτσάντσουλες” και στο… υπέροχο και ελέυθερο μπαλκόνι της κατάληψης Ρόζα Νέρα, στο Λόφο Καστέλι στα Χανιά. Συνολικά δόθηκαν παραστάσεις σε Ηράκλειο, Κάντανο, Ρέθυμνο και στα Χανιά (Ρόζα Νέρα) ενώ την ώρα που γράφονται αυτές εδώ οι γραμμές. Η ομάδα περιοδεύει στην Δυτική Ελλάδα.

“Το φράκο” είναι μια μονόπρακτη φάρσα βασισμένη στο έργο του Ντάριο Φο “Ο γυμνός άντρας και ο άντρας με το φράκο” που έξοχα, με γρήγορο, σπιρτόζικο ρυθμό και με πολύ κέφι απέδωσε η θεατρική κολεκτίβα “Τσιριτσάντσουλες” (όπου συμπλήρωσε φέτος 18 χρόνια ενεργούς θεατρικής παρεμβατικής παρουσίας!), όπου μας χάρισαν στο κοινό μια βραδιά πηγαίας κι αδέσμευτης θεατρικής απόλαυσης και γιατί όχι, ακόμα και με κάποιο προβληματισμό. Το πρωτότυπο έργο αποτέλεσε μέρος της παράστασης “Κλέφτες, ανδρείκελα και γυμνές γυναίκες” που ανέβηκε το 1958 στο Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνο, από το νέο τότε θίασο των Φο-Ράμε ενώ όπως αναφέρεται στο καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης: “Η γραφή των τεσσάρων μονόπρακτων της παράστασης, σε πρώτη ανάγνωση, ελάχιστα θυμίζει το φανερά στρατευμένο ύφος του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε που γνωρίζουμε στο μετά το ’68 έργο τους. Πρόκειται για τέσσερις φάρσες καταστάσεων με έντονες αναφορές στο θέατρο του παραλόγου και τον Μπέκετ. Ωστόσο, ξαναδιαβάζοντάς το αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πως πίσω από κάθε σελίδα, κάθε ατάκα, κάθε κρυμμένο αυτοσχεδιασμό είναι πάντα αυτοί: Ο Φο και η Ράμε”.


Η υπόθεση του έργου είναι απλή στη σύλληψη της και αυτό ακριβώς δίνει τη δυνατότητα να αναδειχθεί με… απολαυστική πληρότητα ο παραλογισμός της υπάρχουσας κοινωνίας, όπου ένας σκουπιδιάρης βρίσκει στον κάδο του έναν άντρα γυμνό (και αρκετά εύπορο) και προσφέρεται να τον βοηθήσει να γυρίσει σπίτι του! Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά όσο δείχνουν εκ πρώτης όψεως… Με λίγα λόγια είδαμε σε αυτή την παράσταση (ίσως και να μυηθήκαμε – ποιός ξέρει, αυτές οι διαδικασίες δεν είναι πάντα εύκολα διακριτές, τουλάχιστον την πρώτη φορά), ένα θέατρο κυριολεκτικά του δρόμου (απλό και λιτό στη δομή του από το σκηνικό μέχρι τα ρούχα των ηθοποιών) όπου το παράλογο και το γκροτέσκο των καταστάσεων ανέδειξαν τη γελοιότητα των κοινωνικών συμβάσεων και την τραγικότητα του αστικού καθωσπρεπισμού χωρίς όμως να ξεπέφτει σε ένα εύκολο συναισθηματισμό ή διδακτισμό. Το ζεστό και πηγασίο χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι όλες οι παραστάσεις είναι με ελεύθερη συνεισφορά ενώ το έργο, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το μετέφρασαν, το διασκεύασαν οι “Τσιριτσάντσουλες, για να έρθει στα δικά τους μέτρα κι εμπλουτίζοντας το με πρωτότυπα τραγούδια και χορογραφίες.

Πληροφορίες

Για πληρέστερη ενημέρωση σχετικά με τις παραστάσεις δείτε εδώ


Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Σχόλιο για την αναγέννηση του χανιώτικου θεάτρου

  

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Υπάρχουν δύο κατηγορίες… Χανιωτών: αυτοί που συμμετέχουν σε θεατρικές ομάδες, σχολές και πρωτοβουλίες (μαζί με το ανάλογο κοινό) κι αυτοί που δεν έχουν πάει ούτε σε μία θεατρική παράσταση ή που προτιμούν παραστάσεις που αναπαράγουν μια φτηνή, τηλεοπτική αντίληψη μέσα στο θέατρο που προέρχεται κυρίως από αθηναϊκούς θίασους. Να πω εδώ ότι αυτή η θέση βέβαια δεν αποτελεί κάποια δική μου πρωτότυπη σκέψη αλλά μια απλή διαπίστωση που μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε ασχολείται ή παρακολουθεί (έστω στα γρήγορα, πολύ επιφανειακά και βέβαια όσο του επιτρέπει η τσέπη του) τα θεατρικά δρώμενα στην πόλη μας.

Στα συγκεκριμένα τώρα αξίζει να σημειωθεί ότι ο κόσμος που ασχολείται είτε ερασιτεχνικά ή κάπως πιο επαγγελματικά με το θέατρο -τουλάχιστον στο καλλιτεχνικό/αισθητικό επίπεδο-  είτε μέσα από τις δομές του ΔΗΠΕΘΕΚ (που δυστυχώς παραπέει ανάμεσα στην αδιαφορία της κρατικής και της ντόπιας πολιτικής εξουσίας), είτε μέσα από τις διάφορες ερασιτεχνικές ομάδες είναι συγκεκριμένος: οι περισσότεροι θεατές/συμμετέχοντες είναι δημοκρατικών αντιλήψεων ή ακόμα -χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα- έχουν περάσει (ή και παραμένουν) στο λεγόμενο κίνημα. Θα έλεγα μάλιστα, με μια κάπως ριψοκίνδυνη κι ωμή διάσταση (περισσότερο διαισθητικά κι όχι με χειροπιαστές αποδείξεις), πως αρκετοί από αυτούς ψάχνουν στο θέατρο μια άλλη αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων που ίσως συμπληρώνει/συνδυάζει ή και αντικαθιστά ανά περίπτωση(;) την πολιτική δράση.

Είναι κι αυτοί που έχουν βέβαια παράλληλη αγωνιστική δράση. Το κοινό βέβαια είναι μάλλον συγκεκριμένο (αλλά αυξάνεται – αγνοώ με ποιά ταχύτητα) και παρακολουθεί όλα τα έργα όλων των ομάδων. Δεν κάνει, και πολύ σωστά, διακρίσεις – αφού οι ομάδες μας είναι καλλιτεχνικά και θεματικά άρτιες, όχι όλες βέβαια αλλά αυτό οφείλεται μόνο στο ότι τώρα, αυτή την στιγμή, ψάχνουν τον δρόμο τους. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει ότι έχουμε παρακολουθήσει πολύ πρόσφατα ορισμένες θαυμάσιες παραστάσεις από νεότατες θεατρικές ομάδες.

Παράλληλα, υπάρχει και το τηλεοπτικό κοινό του θεάτρου που δεν πατάει πόδι σε καμιά παράσταση εάν δεν πρωταγωνιστεί ένας τηλεοπτικός (έστω και κινηματογραφικός) αστέρας. Αυτό δυστυχώς δεν είναι κάτι που μπορούμε να παραβλέψουμε. Όμως η καλοδεχούμενη ανάπτυξη (αναγέννηση μάλλον) του θεάτρου στα Χανιά και το αντίστοιχο, νέο, κοινό δεν είναι μια περιορισμένη διαδικασία με ορατή ημερομηνία λήξης αλλά μια διαδικασία που απλώνει τα φτερά της και που αγκαλιάζει ολόκληρη την τοπική κοινωνία με έργα πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου, για τον πόλεμο και τους πρόσφυγες, με φάρσες και με σάτιρα της σύγχρονης ηθικής και άλλα πολλά. Έτσι έρχεται και το νέο κοινό.

Το πόσο θα κρατήσει όλο αυτό (συνολικά και όσο αφορά κάθε ομάδα ξεχωριστά ώστε να διατηρηθεί ο χαρακτήρας που έχει ως ένα πρωτοπόρο φαινόμενο αντί να γίνει απλώς μια μόδα…) είναι ανοιχτό. Γι’ αυτό δύο πράγματα πρέπει να έχουμε ξεκάθαρα: 1) η αναγέννηση του τοπικού θεάτρου δεν αποτελεί μόνο μία εικόνα της υπαρκτής ανάγκης για έκφραση μέσα σε ένα κόσμο παρακμής αλλά έχει άμεση σχέση και σύνδεση με τους αγώνες (έστω και μέσα από μια ενδιάμεση διαδικασία) στην πόλη μας ενάντια στα μνημόνια, στον ρατσισμό και τον φασισμό, κόντρα στην κοινωνική εξαθλίωση και υπέρ του δημοσίου χώρου και 2) ότι χρειάζεται την αδέσμευτη (και κριτική πάντα) στήριξη μας. Και την συμμετοχή μας, φυσικά.

Αγώνας της Κρήτης (19/6/2018)

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Θέατρο: Το κατεστραμμένο δωμάτιο, Μάθιου Λέντον/Vanishing Point, από το Θέατρο Κυδωνία

 


 Του Ειρηναίου Μαράκη

«Το κατεστραμμένο δωμάτιο» του Μάθιου Λέντον και της θεατρικής ομάδας Vanishing Point, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα Χανιά από το Θέατρο Κυδωνία και την Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη, αποτελεί ένα έργο κοινωνικού, υπαρξιακού και ηθικού προβληματισμού. Είναι μια ασφυκτική και εφιαλτική μικρογραφία του σύγχρονου παρακμάζοντος κόσμου που δεν αφήνει τον θεατή/παρατηρητή να πάρει ανάσα, θέτοντας του διαρκώς ερωτήματα τόσο για την φύση της κοινωνίας και του ανθρώπου, όσο και για την ουσία, την αξία της πληροφορίας καθώς και για τον τρόπο διάδοσης της, για τις ιδέες αλλά και τις για πράξεις που διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής του σύγχρονου πολίτη και μέσα σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει ίσως την χειρότερη κοινωνικοπολιτική κρίση της ιστορίας της. «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» δεν χαϊδεύει αυτιά και συνειδήσεις αντίθετα δείχνει στον θεατή, χωρίς να αναπαράγει μια στείρα κι αδιάφορη πολιτικολογία, ότι ως πρόσωπο αλλά και ως μέρος του κοινωνικού συνόλου χρειάζεται να ξεφύγει από την προκαθορισμένη θέση του καταναλωτή/παθητικού αποδέκτη καλώντας τον παράλληλα να πάρει θέση σε όλα τα παραπάνω, αναγνωρίζοντας ότι η αλήθεια μπορεί να μην είναι μία και απόλυτη αλλά αντίθετα ότι μπορεί να εμπεριέχεται μέσα σε διάφορες απόψεις και θέσεις πάνω στα διάφορα ζητήματα.

«Το κατεστραμμένο δωμάτιο» ως πρωτότυπο έργο αλλά και μέσα από την συγκεκριμένη, εμπνευσμένη θα λέγαμε, μεταφορά του από την ομάδα της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη, προσπαθεί να αναλύσει, με ποιητικά ριζοσπαστικό λόγο και τρόπο, τόσο στο κείμενο, όσο και πάνω στην σκηνή, την ηθική διάσταση και πλευρά όλων όσων συζητάμε στην καθημερινότητα μας, επηρεασμένοι από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και μέσα από το Διαδίκτυο, που αποτελεί βασικό μέσο ενημέρωσης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης της νεολαίας. Παράλληλα θέτει σε αντιπαράθεση διάφορες οπτικές ξεκινώντας από τον τρόπο που ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει (ή δεν αντιμετωπίζει) τα ζητήματα της προσφυγιάς, της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού, της τρομοκρατίας αλλά και της φύσης του θεσμού της οικογένειας, της φιλίας, των ανθρώπινων σχέσεων που όσο και αν επιθυμούν να μείνουν ανεπηρέαστες από όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους, δεν παύουν να διαμορφώνονται και να διαμορφώνουν ταυτόχρονα τις διάφορες καταστάσεις.

Ερωτήματα

Αιχμηρό, βίαιο, βαθειά πολιτικό και υπαρξιακό, συγκινητικό και έντονα συναισθηματικά φορτισμένο, «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» δεν προσπαθεί μόνο να αναλύσει τα διάφορα ζητήματα αλλά θέτει κι ερωτήματα, πολλές φορές ακόμα και πέρα από τις προθέσεις των δημιουργών του. Είναι η αλήθεια μία και μοναδική; Ποιος ορίζει τι είναι η αλήθεια; Πως παράγεται η ιδεολογία; Πως μπορούμε να διαχειριστούμε την σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κρίση αλλά και να επιβιώσουμε από αυτή; Ποιες είναι οι δικές μας δυνατότητες, ως έλλογων όντων, να αντιστρέψουμε μία κατάσταση που μοιάζει οριστικά χαμένη; Και η τέχνη; Το θέατρο; Μπορούν να μας δείξουν ότι μια άλλη πραγματικότητα είναι εφικτή ή απλά μένουν σε μια απλή παράθεση της ήδη γνωστής, εφιαλτικής μα και ελπιδοφόρας, πραγματικότητας;


Πολλά τα ερωτήματα, πολλές και οι πιθανές απαντήσεις. Δεν θα επιχειρήσουμε, και ούτε πρέπει, να απαντήσουμε εδώ. Χρειάζεται να δείτε το συγκεκριμένο έργο, αποτελεί βασική προϋπόθεση, για να δώσετε τις δικές σας. Το βασικότερο είναι όμως ότι «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» λειτουργεί καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του θεατή: με το τέλος της παράστασης οι εικόνες αποκάλυψης με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που ζητούν σωτηρία στην θαλάσσια οδό της Μεσογείου με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές τον θάνατο – να πεθαίνεις στην προσπάθεια σου να μην πεθάνεις, δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό, τόσο ώσπου καμία λέξη δεν μπορεί να περιγράψει αυτή την πραγματικότητα – δεν επιτρέπει στον θεατή να φύγει ήσυχος κι αναπαυμένος γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η αλήθεια (ή έστω ένα μέρος της) είναι ακόμα πιο εφιαλτική από ότι δείχνει η οθόνη του υπολογιστή ή της τηλεόρασης, καταφέρνοντας τόσο να συγκινήσει, όσο και να προβληματίσει. Είναι μάλιστα και κάτι παραπάνω: κάλεσμα σε δράση, σε ενεργό παρέμβαση, ενάντια σε όλα τα παραπάνω, αυτό είναι «Το κατεστραμμένο δωμάτιο». Κι αν το τέλος της παράστασης μοιάζει απαισιόδοξο, στην πραγματικότητα αποτελεί μια προειδοποίηση για το που μπορούν να οδηγηθούν τα πράγματα, με αυτή ακριβώς την έλλειψη δραστικών πρωτοβουλιών.


Όμως όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν τίποτα, ίσως μόνο μια επίδειξη ύφους, εάν η σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Βιρβιδάκη, η μετάφραση του κειμένου από τον Δημήτρη Κιούση καθώς και οι μαχητικές και αυθεντικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών (Ντία Κοσκινά, Στελλίνα Ιωαννίδου, Μιχάλη Βιρβιδάκη, Πάρη Χαμουρίκου και Εμμανουήλ Στεφανουδάκη, ο οποίος εκτελεί χρέη και βοηθού σκηνοθέτη) δεν κατάφερναν μέσα από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή των ζωντανών διαλόγων με την ψηφιακή προβολή, να μας μεταφέρουν την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, φτιάχνοντας παράλληλα όμορφο, αληθινό θέατρο που τόσο έχουμε ανάγκη και που τόσο μας λείπει σήμερα.

16/2/2018

Αγώνας της Κρήτης 



Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Το τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη, στο θέατρο Κυδωνία

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το τελευταίο διάστημα στο θέατρο Κυδωνία και στον ειδικά διαμορφωμένο αίθριο χώρο του, την επίκαιρη και διαχρονική σάτιρα ηθών “Το τάβλι” του Δημήτρη Κεχαΐδη. Είναι ένα έργο γραμμένο το 1972 όπου μέσα από την γρήγορη και ρυθμική ανάπτυξη της ιστορίας καταγράφονται οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώθηκαν τόσο πριν τη Μεταπολίτευση, όσο κι αργότερα ενώ αναπτύσσεται, με τη βοήθεια της μουσικής, κι ένα σχόλιο κάπως ευρύτερο, αφοπλιστικό θα λέγαμε, για τις συνήθειες και τις αντιλήψεις που διέπουν τη ζωή του Νεοέλληνα.

Η ηττοπάθεια, η αμφισβήτηση της δυνατότητας του απλού ανθρώπου για δράση, το γρήγορο και αβίαστο κέρδος μέσα από τον σχεδιασμό ευφάνταστων σχεδίων που πάντα αποτυγχάνουν, η διεκδίκηση της κοινωνικής καταξίωσης, η υποτίμηση της δουλειάς, η μπαγαμποντιά και η πονηριά ως το ανώτατο στάδιο του ωχαδερφισμού, να ποιά είναι κάποια από τα θέματα που διαπραγματεύεται το έργο. Κι όλα αυτά, οι συγκρούσεις και οι ζυμώσεις, αναπτύσσονται γύρω από μία παρτίδα τάβλι αναδεικνύοντας αφενός τον κοινωνικό, διαδραστικό ρόλο του παιγνιδιού κι αφετέρου ότι οι προφυλάξεις που παίρνεις στο παιγνίδι για να μη σου πιάσουν τη… “μάνα” μπορεί να είναι αρκετές, όχι όμως κι όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα ή με επιχειρήματα που δοκιμάζουν τις αντοχές σου, τα όρια ή και τα όνειρα σου.


Επίσης, οι συζυγικές ή οι αδερφικές σχέσεις, η υποκρισία πίσω από την φαινομενική αγάπη κι εκτίμηση, η εργαλειοποίηση των ανθρώπων (των γυναικών, κυρίως) για την επίτευξη ανίερων σκοπών, η εκμετάλλευση της ανάγκης του αδύναμου κοινωνικά και οικονομικά για στέγη κι ένα πιάτο φαΐ, ο φόβος των άλλων (των φίλων στο καφενείο ή των γειτόνων) που μπορούν, θεωρητικά πάντα, να σε βλάψουν, είναι ακόμα κάποια από τα θέματα του έργου. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο που το συγκεκριμένο έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη παρουσιάζεται από αρκετές θεατρικές ομάδες ανά την επικράτεια το τελευταίο χρονικό διάστημα: μέσα σε μια περίοδο κρίσης που όλοι ψάχνουμε απαντήσεις για το τι και το πως, έρχεται αυτή η θεατρική κατάθεση ψυχής για να μας δώσει ένα μπούσουλα για περαιτέρω διερεύνηση των κοινωνικών, βαθειά πολιτικών και υπαρξιακών, εξελίξεων του σήμερα.

Αλλά καλό θα είναι ο θεατής ή ο αναγνώστης να μην περιμένει να βρει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα του. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του έργου. Ο Δημήτρης Κεχαΐδης ψυχαγωγεί το κοινό μέσα από το έργο του αλλά δεν κουνά το δάχτυλο, γνωρίζει πως η στείρα καταγγελία δεν διαπλάθει καλύτερους ανθρώπους αλλά ότι αντίθετα αποτελεί κι αυτή σύμπτωμα του ίδιου προβλήματος.


Κατ’ επέκταση, έχουμε την εντύπωση, αν όχι την πεποίθηση, πως η μεταφορά του έργου στη σκηνή κάτω από την σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Βιρβιδάκη αποδίδει στην εντέλεια το πνεύμα του έργου: τόσο χωροθετικά, όσο και νοηματικά. Η εντυπωσιακή διαμόρφωση του αίθριου χώρου του θεάτρου Κυδωνία σε μια αυλή, ενός μικρού λαϊκού σπιτιού σε κάποια αθηναϊκή συνοικία καθώς και η άμεση επαφή με τους ηθοποιούς, με τον λόγο και τα καμώματα τους, καθιστά κοινωνό τον θεατή όλης της πραγματικότητας που εξελίσσεται πάνω στην σκηνή. Η μουσική και τα λαϊκά τραγούδια που συνοδεύουν το έργο, ο εκφωνητής του πειρατικού ραδιοφώνου κι οι αφιερώσεις των ερωτευμένων ή πονεμένων ακροατών αποτελούν τη συνέχεια του Χορού του αρχαιοελληνικού θεάτρου: σχολιάζουν χωρίς να παρεμβαίνουν και αναδεικνύουν το πολυποίκιλο ή πολυσήμαντο, αν θέλετε, υπόβαθρο του έργου.

Όμως είναι οι ηθοποιοί, ο Φώτης Κοτρώτσος στον ρόλο του φτωχομπουγαδιάρη κι ονειροπόλου Φώντα που ψάχνει να βγάλει από τη μύγα ξύγκι κι ο Αιμίλιος Καλογερής σε εκείνον του σεμνού και λίγο αθώου μα οπωσδήποτε έντιμου Κόλια, που με τις ζωηρές, αδρές ερμηνείες τους απογειώνουν το έργο. Όχι, δεν υποκρίνονται, ερμηνεύουν, ταυτίζονται με αυτούς τους τύπους που θα βρούμε σε κάθε γωνιά της χώρας, στα καφενεία, στα ΚΤΕΛ και στις τράπεζες, είναι οι σύγχρονες μεταφορές του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη, μπολιασμένες με μπόλικο νεοελληνικό θράσος, με πηγαίο χιούμορ και με αρκετή υπερηφάνεια, ίσως και κάμποση βλακεία: ονειρεύονται πως αλλάζουν την ζωή τους ενώ την ίδια στιγμή βυθίζονται όλο και περισσότερο στο σκοτάδι. Κι εκεί είναι που το γέλιο, η διακωμώδηση του τραγικού έρχεται να τους (και μας) απελευθερώσει.

Αγώνας της Κρήτης (24/7/2017)

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Λαμπεντούζα, του Άντερς Λουστγκάρτεν: όταν το θέατρο παίρνει θέση στα ζητήματα της εποχής μας



Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Η Λαμπεντούζα είναι ιταλικό νησί που βρίσκεται μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας. Στην αρχαιότητα όπως και στον Μεσαίωνα υπήρξε ναυτικός κόμβος, σημαντικός ψαρότοπος, στρατιωτική βάση και οχυρό αλλά και τόπος εξορίας πολιτικών εξόριστων και κατάδικων κατά τη διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Στα νεότερα χρόνια υπήρξε βάση της αμερικάνικης ακτοφυλακής (1960), νατοϊκή βάση καθώς και αναπτυσσόμενο τουριστικό θέρετρο της Ιταλίας. Τα τελευταία χρόνια το νησί έγινε γνωστό ως τόπος που καταφθάνουν καραβιές προσφύγων από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα μετά από την βίαιη καταστολή των αραβικών επαναστάσεων και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους αλλά κι ως τόπος μαρτυρίου εφόσον πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες φθάνουν στις ακτές της Λαμπεντούζα ήδη πνιγμένοι αλλά και γιατί όσοι επιβιώσουν της κακοκαιρίας και των επιθέσεων του ιταλικού λιμενικού, φυλακίζονται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης της περιοχής. Λαμπεντούζα, λέγεται επίσης, και το θεατρικό έργο του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Άντερς Λουστγκάρτεν, που με αφορμή τα γεγονότα στο νησί και το σύγχρονο δράμα των προσφύγων επιχειρεί μία προσέγγιση του ζητήματος και όχι μόνο, τόσο με ένα ξεκάθαρο πολιτικό σχολιασμό, διεκδικώντας να μπει ένα οριστικό τέλος σε αυτό το έγκλημα, όσο και με μια ανθρώπινη ματιά που ξεσηκώνει οργή, μίσος και άλλα συναισθήματα.

   Το έργο, που παρουσιάζει τον τελευταίο μήνα στην πόλη μας η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη και το Θέατρο Κυδωνία, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη και σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Στους ρόλους του έργου έχουμε τον Μιχάλη Βιρβιδάκη και την Κατερίνα Μαντίλ όπου ερμηνεύουν τους χαρακτήρες του Ιταλού ψαρά Στέφανο και της μιγάδας Ντενίζ. Ο Στέφανο προέρχεται από μια οικογένεια πάππου προς πάππου Ιταλών ψαράδων. Όμως τον εικοστό πρώτο αιώνα τα δίχτυα του πιάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό : η δουλειά του τώρα είναι να ανασύρει τα σαπισμένα πτώματα των μεταναστών που πνίγονται στη Μεσόγειο. Παράλληλα, σε κάποια άθλια γωνιά της Μεγάλης Βρετανίας η Ντενίζ, μιγάς που εργάζεται ως εισπράχτορας σε κάποια τοκογλυφική επιχείρηση, καθώς γυρνά από πόρτα σε πόρτα για να μαζεύει τις καθυστερημένες δόσεις δανείων ακούγοντας κάθε είδους σχόλιο για τους μετανάστες, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της πιο απρόσμενης οικονομικής παρακμής στην «ευημερούσα» Ευρώπη του 2015. Ναι, το έργο δε περιορίζεται μόνο στο προσφυγικό ζήτημα. Ανατέμνει με αφάνταστη επιδεξιότητα και παρουσιάζει γυμνές στα μάτια (και την κρίση) του θεατή τις αιτίες που οδηγούν τους πρόσφυγες να αναζητήσουν σωτηρία στη φυγή, μακριά από τις χώρες τους που ο πόλεμος και η αντίδραση, η βίαιη εξαφάνιση κάθε στοιχείου ανθρωπιάς, αποτελούν πια ή ίσως να αποτελούν, τίποτα δεν είναι ποτέ οριστικό, μονόδρομο. Αλλά και η υποκρισία της πολιτισμένης Δύσης, ο κίβδηλος ανθρωπισμός των χορτάτων, η έξαρση του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας, η καπιταλιστική κρίση έχουν τη θέση τους στο έργο. Την πρώτη πλευρά περιγράφει ο Στέφανο, την δεύτερη η Ντενίζ. Μαζί αποτελούν μια τέλεια, κοινωνική και ψυχολογική παρουσίαση του σάπιου κόσμου στον οποίο έτυχε να γεννηθούμε αλλά που έχουμε απαράβατο καθήκον, να αλλάξουμε.

   Ο Άντερς Λουστγκάρτεν δεν μασάει τα λόγια του. Παίρνει θέση, θέση σταθερή στο πλευρό των αδικημένων, ξεβρακώνοντας κυριολεκτικά κάθε υποκρισία. Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την παράσταση. Μιλάει η Ντενίζ «Με φτύσανε σήμερα το πρωί στο λεωφορείο. Φλωράκια, από το ιδιωτικό μου φάνηκαν. Μέχρι προσφάτως δεν είχαν ακούσει τ’ αυτιά μου το «κινέζικο μουνί» και το «μαλακισμένη μετανάστρια» με τέτοια εκλεπτυσμένη προφορά. Τελευταία όμως τα ακούω όλο και πιο συχνά. Μικροαστοί που ταυτίζουν το ρατσισμό με την ελευθερία λόγου. Ξέρεις, όλοι αυτοί οι μαλακισμένοι με τα «Je suis Charlie» μπλουζάκια». Κι αλλού, πάλι η Ντενίζ, σχολιάζει ότι: «Οι μετανάστες δεν ξοδεύουν τις λιγοστές οικονομίες τους για να λαδώσουν τον ένα ή τον άλλο διακινητή, δεν αφήνουν πίσω τους όσους αγαπάνε, δεν παλεύουν με νύχια και με δόντια για μια θέση κάτω από τις ρόδες των τραίνων […] κι όλα αυτά για να ξαφρίσουν το Βρετανικό δημόσιο από εξήντα εφτά ψωρολίρες και σαράντα έξι πέννες επίδομα τη βδομάδα». Τα συμπεράσματα δικά σας…

   Είναι βέβαια πολλά ακόμα αυτά που έχει να γράψει κανείς για την Λαμπεντούζα του Λουστγκάρτεν και που δεν χωράνε μέσα σε λίγες λέξεις – θα περιοριστώ σε ένα μόνο. Το έργο δεν έχει χάππυ εντ, δεν τελειώνει με μια χαζοχαρούμενη σκηνή όπου όλα αντιμετωπίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη,όπως έχουμε δει αρκετές φορές σε διάφορες θεάματα της σειράς, και μετά όλα είναι μέλι-γάλα. Και πως αλλιώς, όταν τα προβλήματα παραμένουν. Αλλά το έργο είναι γεμάτο ελπίδα. Αυτή η ελπίδα έρχεται από τους απλούς ανθρώπους, τους Ιταλούς ψαράδες, τους Αφρικανούς πρόσφυγες, τους Πορτογάλους μετανάστες και τους Βρετανούς μιγάδες, που μέσα από τη μιζέρια καταφέρνουν να σπάσουν τα ψεύτικα δεσμά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από το κοινό συμφέρον τους και υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας και αγάπης – ναι, αγάπης – στους συνανθρώπους τους. Είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι που θα δώσουν τη λύση στα προβλήματα τους. Σ’ ένα ανάλογο σημείο καταλήγει ο Άντερς Λούστγκάρτεν. Ότι χρειάζεται να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό που πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο, κι αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα δύο πρόσωπα του έργου. Ο Στέφανο χωρίς την Ντενίζ θα ήταν γυμνός, και το ανάποδο. Το ίδιο και το έργο. Ελπίζει ο συγγραφέας πως τα συλλογικά φράγματα όλων μας, σύντομα θα καταρρεύσουν. Όπως σημειώνει στον πρόλογο του έργου του: «Το βασικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας, και που εμποτίζει και τις δύο ιστορίες του έργου, είναι τι μορφή θέλουμε να έχει η κοινωνία στην οποία ζούμε. Τίποτα από αυτά όμως, συνεχίζει, δεν συζητιέται. Αντίθετα, απλώς αφήνουμε τους ανθρώπους να πνίγονται». Αλλά για να ξεκινήσει η συζήτηση, και έχει ξεκινήσει μην ακούτε τι λένε τα καπιταλιστικά ΜΜΕ, χρειάζονται έργα όπως η «Λαμπεντούζα» αλλά και μαζική αντιρατσιστική, αντιφασιστική και ναι, γιατί όχι, αντικαπιταλιστική δράση – όμως αυτή είναι μία χρήσιμη συζήτηση που δεν έχει θέση σε αυτό το σημείωμα.

  Όσο για τους συντελεστές του έργου, ότι και να πει κανείς θα είναι λίγο. Οι ερμηνείες είναι συγκλονιστικές, τόσο από τον δωρικό, βαθειά συναισθηματικό Μιχάλη Βιρβιδακή (Στέφανο), όσο κι από την οργισμένη και ειρωνική Κατερίνα Μαντίλ (Ντενίζ). Αναδεικνύουν ότι το θέατρο, η τέχνη γενικότερα, είναι ένα πολύ σημαντικό παιδαγωγικό εργαλείο αλλά και ένα μέσο κοινωνικής αφύπνισης. Είναι επίσης ο θεματοφύλακας της ιστορίας, της κοινωνικής και πολιτιστικής μνήμης της ανθρώπινης ύπαρξης. Παίρνει θέση στα σημαντικά ζητήματα του καιρού μας κι εκφράζει αυτό που πολλοί θέλουν να εκφράσουν αλλά που η καθημερινή αλλοτρίωση δεν τους επιτρέπει. Όμως έχει κι άλλες δυνατότητες το θέατρο, που ούτε η ποίηση, ούτε η μουσική αρκετές φορές, δεν έχουν. Κι ο ηθοποιός είναι αυτός που ζωντανεύει μπροστά στο κοινό, το δράμα πολλών και ετερόκλητων ομάδων ανθρώπων, με τέτοιο τρόπο που ούτε τα ελεγχόμενα ΜΜΕ μπορούν (και ούτε θέλουν) να δείξουν αλλά πολλές φορές ούτε η ίδια η αντίληψή μας δεν επιτρέπει να καταλάβουμε. Γι’ αυτό και η εξουσία φοβάται το θέατρο και την ελεύθερη έκφραση, ψάχνοντας χίλιους τρόπους για να λογοκρίνει έργα και δημιουργούς.

   Ναι, η «Λαμπεντούζα» του Άντερς Λουστγκάρτεν στην διδασκαλία των συντελεστών του Θεάτρου Κυδωνία και της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη αποτελεί μια τεράστια εμπειρία ζωής, ένα φάρο φωτεινό, που φωτίζει τον δρόμο της απελευθέρωσης κι όχι τον δρόμο του μαρτυρίου και της καταστολής.

Όσοι/ες δεν το είδατε, σας το λέω, κάνατε ένα πολύ μεγάλο λάθος.

Χανιά, 23/01/2016

Αγώνας της Κρήτης 

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Οι "Εμιγκρέδες" του Σλάβομιρ Μρόζεκ από τον Θεατρικό Κύκλο με τους Μανόλη Πουλή & Χάρη Αργυρόπουλο



Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης 

Λατρεύω τις στιγμές που προηγούνται μιας θεατρικής παράστασης. Είναι εκείνη η ιερή στιγμή, όπου ντύνομαι τα "καλά" μου λες και πηγαίνω σε γιορτή, όπου αποφεύγω να φάω και να πιώ το οτιδήποτε για να εξασκήσω σώμα και ψυχή μπροστά στις προκλήσεις του έργου, στις όποιες προκλήσεις και όπου μελετώ ενδελεχώς διάφορα σχόλια, κείμενα και παρατηρήσεις γύρω από το έργο και τον συγγραφέα του. Άσχετα εάν μετά, πολύ συνειδητά, ξεχνάω τι διάβασα - αφήνοντας το υποσυνείδητο να αναλάβει την υπόλοιπη δουλειά.

Ύστερα και με το τέλος του έργου ακολουθεί μια άλλη, διαφορετική και όμως τόσο όμοια με την προηγούμενη διαδικασία. Μια διαδικασία κάθαρσης και περισυλλογής. Ξεκινάει με μία βόλτα στους δρόμους της πόλης, στα ενετικά σοκάκια και στις πλατείες και συνεχίζει κάπου με ένα ποτό ή μάλλον με ένα ζεστό τσάι αφού για λόγους υγείας το ποτό έγινε πια ανάμνηση. Καμιά φορά το ποτό αντικαθίσταται με φαγητό, έτσι για να έρθω στα "ίσια" μου. Αυτά όταν παρακολουθώ ένα θεατρικό έργο μόνος μου, με παρέα ακολουθεί πάντα συζήτηση και για τους ίδιους λόγους, για την κατανόηση του έργου και για την προσωπική και συλλογική επικοινωνία με το πνεύμα του έργου. Ιδιαίτερα όταν είναι χειμώνας και βρέχει αυτή η διαδικασία φτάνει στα υπέρτατα όρια ψυχολογικής ηδονής. Ναι, εντάξει, φαίνεται κάπως αυτό αλλά μην ξεχνάμε ότι το θέατρο έχει ξεχωριστή, μυσταγωγική ιδιοσυγκρασία κι ανάγκες διαφέρουν από των άλλων τεχνών - ίσως μόνο ο χορός μπορέι να συγκριθεί μαζί του, Όταν μάλιστα το έργο που παρακολούθησα δημιουργεί εντυπώσεις, συναισθήματα και ανοίγει θέματα για συζήτηση, τότε... οι καλύτερε ςπροοπτικές ανοίγουν για εμένα και τους συνομιλητές μου.

Υπάρχουν βέβαια και εκείνα τα θεατρικά έργα που μπορούν με μία λέξη τους, με μία κίνηση, μομφή ή επισήμανση να αναιρέσουν όλη αυτή την διαδικασία. Και θα την αναιρέσουν γιατί ο ίδιο το έργο, ο συγγραφέας του και φυσικά η απόδοσή του στη σκηνή είναι ανώτερες κάθε προσωπικής μυσταγωγίας και διάθεσης. Ένα από αυτά τα έργα είναι οι "Εμιγκρέδες" του Σλάβομιρ Μρόζεκ και συγκεκριμένα η θεατρική τους απόδοση από τον Θεατρικό Κύκλο που παρουσιάστηκαν τις τελευταίες μέρες στα Χανιά και στην Πύλη Σαμπιονάρα, σε σκηνοθεσία του Μανόλη Πουλή, σε μεταφραστική επιμέλεια της Αλεξάνδρας Στέφη και με τους Χάρη Αργυρόπουλο και Μανόλη Πουλή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Η υπόθεση είναι του έργου είναι απλή. Δύο μετανάστες βρίσκονται να συγκατοικούν σε ένα υπόγειο. Ο ένας διανοούμενος, πολιτικός εξόριστος. Ο άλλος εργάτης, οικονομικός μετανάστης. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Για τους ντόπιους, μέρα γιορτής. Γι’ αυτούς, απλώς άλλη μια μέρα σε ξένο τόπο. Μόνη διέξοδος τα όνειρα. Όσο αντέξουν κι αυτά. Είναι η ώρα που θα ξεδιπλωθούν οι φόβοι και οι αγωνίες μια τεράστιας και ετερόκλητης ομάδας ανθρώπων που διεκδικούν το μεγάλο όνειρο: να ζήσουν ελεύθεροι. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο καθένας με τις αναμνήσεις του, χωρίς αυταπάτες, ψέματα, πικρία, τρομοκρατία, χωρίς... κι εδώ μπορείτε να συμπληρώσετε ότι θέλετε. Η καθημερινή μας συναναστροφή με τους χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες της διπλανής πόρτας μπορέι να μας διδάξει πολλά και να γιατί αυτό το έργο δεν χρειάζεται καμία μυσταγωγία όπως αυτή που περιέγραψα για να αισθανθεί ο καθένας μας την αλήθεια του, ιδιαίτερα σε μία εποχή καφκική, οργουελική και τόσο μα τόσο αληθινά τρομακτική όπως η δική μας. Μην ξεχνάμε, αυτή την ώρα που εγώ σας γράφω από το ζεστό μου γραφείο, συνάνθρωποι μας δολοφονούνται στην Αμυγδαλέζα και χιλιάδες οικογένειες μεταναστών καθώς και μοναχικών ανθρώπων λιώνουν μέσα σε ανήλιαγα υπόγεια, σε φτωχικές κατοικίες, διεκδικώντας να ζήσουν κι αυτοί σαν άνθρωποι. Όπως ακριβώς κι οι πρωταγωνιστές του έργου που προτείνω σε όλες και όλους σας να το παρακολουθήσετε, όποτε και όταν το επαναφέρει στη θεατρική σκηνή των Χανίων ο Θεατρικός Κύκλος.

Και θα σταματήσω εδώ. Θα αρκεστώ στο να επαινέσω την ομάδα που έφερε εις πέρας αυτή την εκπληκτική παράσταση, με το λιτό σκηνικό της φτωχικής κατοικίας, με την υπέροχη και κατάλληλη ανά τις περιστάσεις χρήση της μουσική και φυσικά το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Δεν κρύβω ότι σε αρκετές σκηνές του έργου συγκινήθηκα και προβληματίστηκα είναι αυτό που για μένα που κάνει το Θέατρο μία από τις σπουδαιότερες των τεχνών.

Η προσπάθεια, μάλιστα, μέσω αυτής της παράστασης να αξιοποιηθεί ο χώρος της Πύλης Σαμπιονάρα ως ένας χώρος για να παρουσιάζονται θεατρικές παραστάσεις είναι αξιέπαινος κι ενισχύσει την διαδικασία μύησης μας στον θεατρικό κόσμο - βέβαια η άσχημη ακουστική του χώρου δεν βοηθάει όσο θα ήθελε κανείς. Δεν παύει όμως να είναι μια πρόταση στην σωστή κατεύθυνση. Οι χώροι πολιτισμού της πόλης μας είναι για τους πολίτες και όχι για τους γάμους των μεγαλόσχημων και η θεατρική παράσταση των "Εμιγκρέδων" του Σλάβομιρ Μρόζεκ ανέδειξε αυτή την αναγκαιότητα.