Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Η «Αντιγόνη» της Λούλου Ράκζκα στο Θέατρο Κυδωνία


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης 

Η φετινή χρονιά στην Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη κλείνει με ένα ακόμα έργο που ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα των θεατρικών επιλογών στην πόλη μας. Η «Αντιγόνη» της Λούλου Ράκζκα, ένα έργο της σύγχρονης αγγλικής δραματουργίας που μεταφέρει τον μύθο της Αντιγόνης στην εποχή μας μέσα από μια καλοδουλεμένη θεατρική προσπάθεια, στην αίθουσα του Θεάτρου Κυδωνία σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Οι παραστάσεις ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2022* και ολοκληρώνονται στις 3 Δεκεμβρίου.

Δεν είναι η πρώτη φορά όπου διάφορες εκδοχές της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή (παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 441 π.Χ.) μεταφέρονται στη σκηνή από διάφορους δημιουργούς. Παράλληλα έχει εμπνεύσει παραστάσεις από νεότερους συγγραφείς. Οι γνώστες του αντικειμένου θα θυμηθούν την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανουίγ (1943) και του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1947). Επίσης, μέσα στο 2022, με επίκεντρο την Αθήνα, ακολούθησε μια σειρά παραστάσεων με την εκδοχή του Ανουίγ σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαπα αλλά και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή με την ματιά του Χάρη Φραγκούλη. Η προσπάθεια της Ράκζκα έρχεται να προστεθεί στη σχετική λίστα για να προσφέρει στο κοινό ένα φρέσκο έργο από μια άγνωστη στο ελληνικό κοινό συγγραφέα, με τη δική του αυτονομία και ταυτότητα που αναδεικνύει το διαχρονικό ενδιαφέρον για τον ιστορία της Αντιγόνης. 



Η γραφή της, άμεση και στιβαρή, ανανεώνει την αρχαία τραγωδία διατηρώντας το ίδιο θέμα: την προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει το νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Το μυθολογικό στοιχείο απουσιάζει ενώ ο χώρος του σύγχρονου δράματος είναι και πάλι η πόλη της Θήβας, αν και δεν κατονομάζεται. Σκοπός της δημιουργού είναι να μην υπάρξει ταύτιση με μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και να αποφύγει τους εύκολους παραλληλισμούς. Ακόμα κι έτσι, η σκέψη του θεατή δεν θα αποφύγει να κάνει τον συσχετισμό με κάποιο σύγχρονο παράδειγμα. Προσωπικά, σκέφτηκα την Ουκρανία.  

Το έργο 

Η Αντιγόνη και η αδερφή της Ισμήνη, τα κεντρικά πρόσωπα του μύθου που η συγγραφέας τα θέλει σε νεαρή ηλικία, περνάνε τις μέρες τους σ' ένα σπίτι ενώ γύρω τους εξελίσσεται η πολεμική σύγκρουση μεταξύ των στρατών των δίδυμων αδερφών Ετεοκλή και Πολυνείκη. Ανάμεσα στους βομβαρδισμούς, στις χαμηλές πτήσεις των μαχητικών αεροπλάνων πάνω από τις στέγες των σπιτιών και με λίγα χιλιόμετρα απόσταση από το σημείο όπου εκτελούνται οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι κοπέλες δεν σταματούν να ονειρεύονται, να χορεύουν, να σχολιάζουν τη ζωή τους. Είναι μια εικόνα που κυριαρχεί στο ξεκίνημα της παράστασης, που μας συστήνει τους δύο χαρακτήρες και η οποία δοκιμάζει την υπομονή του θεατή που περιμένει μια γρήγορη εξέλιξη του δράματος. Το τέλος του πολέμου θα φέρει νέες ανατροπές στη ζωή της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία σώθηκε και προσπαθεί πια να επανέρθει στην καθημερινότητα της. Εκεί, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, θα κληθούν να λάβουν κάποιες κρίσιμες αποφάσεις. 


Στη συνέχεια δύο στάσεις ζωής θα συγκρουστούν: Η Αντιγόνη, ανεξάρτητη, με όνειρα και επιθυμίες που δύσκολα τιθασεύονται, δεν θέλει να ξεχάσει τη φρίκη του πολέμου, δεν μπορεί να συμβιβαστεί ότι ο ένας αδερφός τους τιμήθηκε ως ήρωας ενώ το σώμα του δεύτερου έμεινε άταφο. Και η Ισμήνη που φοβάται να έρθει σε σύγκρουση με τις αποφάσεις της εξουσίας, που αγωνίζεται να μη χάσει το μοναδικό της στήριγμα – την αδερφή της – ενώ παράλληλα διεκδικεί να γευτεί τους καρπούς της μεταπολεμικής ζωής παρέα με εκείνους που αγαπά. Στο τέλος, όσο και να προσπαθήσει, ποτέ δεν θα καταλάβει τα κίνητρα που οδήγησαν την Αντιγόνη στη μοιραία απόφαση. Τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος, που εμφανίζονται στο έργο για μικρό χρονικό διάστημα με τη μορφή μάσκας, δείχνουν με εμφατικό τρόπο τη μοναξιά της Αντιγόνης και το δίλημμα το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει. 

Σχόλιο 

Όλα τα παραπάνω καθιστούν την «Αντιγόνη» της Ράκζκα ένα σύγχρονο κι επίκαιρο έργο, για τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κόσμο (όπως παρουσιάζεται με το μονόλογο της Ισμήνης) και για τα σύγχρονα διλήμματα που αφορούν την απόδοση της δικαιοσύνης, τις επιπτώσεις των πράξεων μας, τα όρια της εξουσίας καθώς και το ρόλο της κοινωνίας, με σαφές αντιπολεμικό μήνυμα που δεν καταφεύγει σε ιδεολογικές ευκολίες και διδακτισμούς. Παράλληλα συνομιλεί επιτυχημένα με το αρχέτυπο του Σοφοκλή, χωρίς να θυσιάζει τη δική της αυτονομία. 


Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη μας κάνει κοινωνούς σε αυτή την πραγματικότητα και ενισχύσει ποιοτικά την νεανική οπτική και το δυναμικό κείμενο της Αγγλίδας συγγραφέως (σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση). Οι νεαρές μαθήτριες του Θεάτρου Κυδωνία, η Τόνια Κατσούλη και η Σοφία Γαροφαλάκη στους ρόλους της Αντιγόνης, της Ισμήνης και των άλλων προσώπων, καθοδηγούνται στη σκηνή σοφά, γίνονται ένα με τους χαρακτήρες που υποδύονται. Παράλληλα κερδίζουν το κοινό με τα πάθη των δύο γυναικών ενώ αφήνουν τις καλύτερες υποσχέσεις για την μελλοντική τους εξέλιξη. Η σκηνική εγκατάσταση του έργου, μια δημιουργία της εικαστικού Νάντιας Καλαμαρά με τα αρχαιοελληνικά και νεότερα στοιχεία, και οι θεατρικές μάσκες με την ιδιαίτερη αισθητική, της επίσης εικαστικού Όλγας Βερυκάκη, αποτελούν τον τρίτο πρωταγωνιστή του έργου με τρόπο που δεν είχαμε δει σε προηγούμενες θεατρικές παραστάσεις της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη (από όσες έχω παρακολουθήσει τουλάχιστον).

Με λίγα λόγια δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο σύνολο που θα παραμείνει, και αυτό, στη μνήμη των φίλων του θεάτρου στην πόλη μας. Ενημερωτικά, από τη νέα χρονιά, το Θέατρο Κυδωνία επανέρχεται στην ελληνική δραματουργία με την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη και ένα θίασο οχτώ ηθοποιών. 


*Το κείμενο γράφτηκε ως ένας απολογισμός της «Αντιγόνης». Ο κανονικός κύκλος παραστάσεων ολοκληρώθηκε την Δευτέρα 28 Νοεμβρίου. Η επιτυχία της θεατρικής παράστασης και η ανταπόκριση του κοινού οδήγησε σε δύο επιπλέον παραστάσεις, την Παρασκευή 2/12 με ώρα έναρξης 9.00μμ και το Σάββατο 3/12 με ώρα έναρξης 7.30μμ (απογευματινή). 

On-line προπώληση εισιτηρίων: www.ticketservices.gr

https://www.ticketservices.gr/event/antigoni-theatro-kydonia/

~

Φωτογραφίες της παράστασης: Πάρις Χαμουρίκος 


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Για «Τα 700 ονόματα του Θεού» του Μάριου Σπηλιόπουλου

 

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

«Κατασκευάζω μία αρχετυπική εκκλησία, με ανθεκτική πρώτη ύλη την ονοματοθεσία -τα Θεωνύμια-, τα 700 ονόματα του Θεού, που συνάθροισε από το σύνολο της ελληνικής γραμματολογίας ο Αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Β΄Δούκας Λάσκαρις το 1254. Η θάλασσα στον τοίχο απέναντι απ΄ την είσοδο με το ανάστροφο κύμα, ρουφάει τα χρησιμοποιημένα παπούτσια των κατοίκων της πόλης, ενώ το αναμμένο καντήλι στο κέντρο της καλεί τους θεατές στα πίσω από την οθόνη «επέκεινα». Τα βασανισμένα αυτά παπούτσια στο δάπεδο είναι τα χειροποίητα ίχνη του πεπερασμένου και του φθαρτού στην αιωνιότητα.»

Μάριος Σπηλιόπουλος

Η εικαστική σύνθεση/εγκατάσταση «Τα 700 ονόματα του Θεού» του Μάριου Σπηλιόπουλου αποτελεί ένα έργο υψηλής τέχνης, βαθειά θρησκευτικό και κατανυκτικό αλλά και ένα έργο γνήσια ανθρώπινο. Η κεντρική ιδέα του έργου προέρχεται από τις 700 προσφωνήσεις προς τον Θεό που συγκέντρωσε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης το 1254. Στην πρωταρχική του μορφή εκτέθηκε το 2002 στο ΕΜΣΤ μαζί με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες — Δ. Αληθεινός, M. Βαϊόλα, Σ. Νεσάτ, B. Ζαχάροφ κ.ά. στα πλαίσια της έκθεσης «Θεολογίες Σύνοψις 2».

Είναι μια εγκατάσταση προσαρμοσμένη στον χώρο του μνημείου Γιαλί Τζαμί (μουσουλμανικό τέμενος στο Ενετικό Λιμάνι των Χανίων) — χώρο αφιερωμένο στην λατρεία του θείου που αναδεικνύει ότι οι διαφορές μεταξύ των διάφορων θρησκειών είναι πολύ λιγότερες και σχεδόν ασήμαντες μπροστά στα κοινά τους χαρακτηριστικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα διάφορα θρησκευτικά συστήματα/δόγματα, είναι δημιουργήματα ανθρώπων κι όχι μιας κάποιας αόρατης δύναμης (που δεν υπάρχει) και που επηρεάζονται από τις υλικές συνθήκες κάθε εποχής και που παράλληλα επηρεάζουν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Σε επιλεγμένα σημεία είναι γραμμένα τα θεωνύμια: o παναίτιος, o κυριοκράτωρ, o κηδεμών, ο ψυχοτερπής, η αρχή της σοφίας κ.ά. – δηλαδή τα ονόματα, οι χαρακτηρισμοί και οι ιδιότητες του Θεού που έδωσαν οι άνθρωποι για να περιγράψουν τα φυσικά φαινόμενα αλλά και για να χτίσουν, κυρίως, μια ηθική ιδεολογία που θα στηρίζει τους ανθρώπους του μόχθου αλλά, γιατί όχι, της εξουσίας απέναντι τα καθημερινά προβλήματα. Φυσικά, η εξουσία (από τα χρόνια των Φαραώ μέχρι τη σημερινή καπιταλιστική εξουσία) χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ακόμα αυτή την… ηθική ιδεολογία για να επιβάλλει το συμφέρον της και για να εκμεταλλευτεί τις ανάγκες ή και την άγνοια του ευρύτερου συνόλου σε διάφορα ζητήματα.

Στον τοίχο σε μεγάλη επιφάνεια υπάρχει βιντεοπροβολή όπου προβάλλεται μια θάλασσα με ορίζοντα, που το κύμα δεν σκάει στην όχθη αλλά που επιστρέφει στην αρχική της θέση, στην πηγή από όπου προέρχεται η δύναμή της. Στο κέντρο της θάλασσας, ανάμεσα στα κύματα, υπάρχει μια φλογίτσα από αναμμένο καντήλι, που μπορεί να συμβολίζει τον Θεό ως ένα δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία από κάθε «κακό» ή και στην αρχαιοελληνική κάθαρση, που μπορεί να είναι η αίσθηση της ελπίδας που υπάρχει — θέλουμε να πιστεύουμε για να μην πούμε πως είμαστε σίγουροι — μέσα σε κάθε άνθρωπο ή και να είναι η αντανάκλαση της καθ’ όλα υπαρκτής ανάγκης για μια ζωή ελεύθερη από κοινωνικά και άλλα δεσμά. Η συνύπαρξη της φλόγας του καντηλιού μάλιστα με την τρικυμιώδη θάλασσα, που αποτελεί τον δρόμο προς τη σωτηρία ή και προς τον θάνατο, χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στις μέρες μας, δημιουργεί αισθήματα και σκέψεις στον παρατηρητή που υπερβαίνουν τα όρια της επιβεβλημένης λογικής. Ή τουλάχιστον αυτό φαίνεται να προσπαθεί να μας δώσει αυτή η εικόνα, άσχετα εάν αυτή η δυνατότητα είναι ή δεν είναι μέσα στους σκοπούς του καλλιτέχνη. Αλλά, όπως επίσης γνωρίζουμε, η σπουδαία τέχνη έχει τη δυνατότητα να «εξαφανίζει» τον δημιουργό της και να καλλιεργεί νέα πεδία σκέψης και παρέμβασης. Από αυτό το πρίσμα «Τα 700 ονόματα του Θεού» κρίνονται απόλυτα επιτυχημένα ως εγχείρημα αλλά κι ως ένα έργο πλέρια κοινωνικό με σαφείς αντιρατσιστικές αιχμές που όμως δεν πολιτικολογεί στον αέρα, ούτε αποτελεί ένα στείρο πολιτικό μανιφέστο χωρίς αντίκρισμα.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε, ότι εκατοντάδες ζευγάρια παπούτσια, που δώρισαν κάτοικοι των Χανίων, ύστερα από ανοιχτό κάλεσμα της Δημοτικής Πινακοθήκης, οδηγούν στην είσοδο του ιστορικού και συγκινησιακά φορτισμένου μνημείου – από αυτή την θέση το έργο του Μάριου Σπηλιόπουλου αναδεικνύεται και ως ένα, μπορούμε να πούμε, συλλογικό έργο. Στον προθάλαμο, ο επισκέπτης συναντάει τα πράγματι 700 ονόματα του Θεού, τυπωμένα με μπλε χρώμα, μέσα σε μια αψιδωτή εσοχή, ενώ το πάτωμα είναι καλυμμένο από άμμο, με μερικά ζευγάρια παπούτσια να χάνονται μέσα στην αψίδα με τα ονόματα ενώ ο δημιουργός απαγγέλει τα θεωνύμια. Η ίδια η συγκέντρωση των θεωνυμίων και η απαγγελία τους δημιουργούν ένα πρώτης τάξεως ποιητικό έργο που μπορεί να σταθεί επάξια και μόνο του – και θα παρακαλούσαμε όσοι επισκεφθείτε την συγκεκριμένη εγκατάσταση να αφήσετε να ολοκληρωθεί η απαγγελία. Το μυστικό σε αυτό το σημείο είναι να αδειάσετε τελείως από το άγχος του χρόνου και να ανακαλύψετε από την αρχή τη δυνατότητα της τέχνης να παράγει σκέψη αλλά και συναισθήματα.

Info
Γιαλί Τζαμί, Χανιά. Καθημερινά, 11.00 – 23.00. Έως 25 Σεπτεμβρίου.

Αγώνας της Κρήτης  (16/9/2016)

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Για τη θεατρική παράσταση “Το φράκο”, από τη θεατρική κολεκτίβα “Τσιριτσάντσουλες”

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Παρακολούθησα την προηγούμενη εβδομάδα “Το φράκο”, την φετινή θεατρική δημιουργία από τις “Τσιριτσάντσουλες” και στο… υπέροχο και ελέυθερο μπαλκόνι της κατάληψης Ρόζα Νέρα, στο Λόφο Καστέλι στα Χανιά. Συνολικά δόθηκαν παραστάσεις σε Ηράκλειο, Κάντανο, Ρέθυμνο και στα Χανιά (Ρόζα Νέρα) ενώ την ώρα που γράφονται αυτές εδώ οι γραμμές. Η ομάδα περιοδεύει στην Δυτική Ελλάδα.

“Το φράκο” είναι μια μονόπρακτη φάρσα βασισμένη στο έργο του Ντάριο Φο “Ο γυμνός άντρας και ο άντρας με το φράκο” που έξοχα, με γρήγορο, σπιρτόζικο ρυθμό και με πολύ κέφι απέδωσε η θεατρική κολεκτίβα “Τσιριτσάντσουλες” (όπου συμπλήρωσε φέτος 18 χρόνια ενεργούς θεατρικής παρεμβατικής παρουσίας!), όπου μας χάρισαν στο κοινό μια βραδιά πηγαίας κι αδέσμευτης θεατρικής απόλαυσης και γιατί όχι, ακόμα και με κάποιο προβληματισμό. Το πρωτότυπο έργο αποτέλεσε μέρος της παράστασης “Κλέφτες, ανδρείκελα και γυμνές γυναίκες” που ανέβηκε το 1958 στο Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνο, από το νέο τότε θίασο των Φο-Ράμε ενώ όπως αναφέρεται στο καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης: “Η γραφή των τεσσάρων μονόπρακτων της παράστασης, σε πρώτη ανάγνωση, ελάχιστα θυμίζει το φανερά στρατευμένο ύφος του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε που γνωρίζουμε στο μετά το ’68 έργο τους. Πρόκειται για τέσσερις φάρσες καταστάσεων με έντονες αναφορές στο θέατρο του παραλόγου και τον Μπέκετ. Ωστόσο, ξαναδιαβάζοντάς το αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι πως πίσω από κάθε σελίδα, κάθε ατάκα, κάθε κρυμμένο αυτοσχεδιασμό είναι πάντα αυτοί: Ο Φο και η Ράμε”.


Η υπόθεση του έργου είναι απλή στη σύλληψη της και αυτό ακριβώς δίνει τη δυνατότητα να αναδειχθεί με… απολαυστική πληρότητα ο παραλογισμός της υπάρχουσας κοινωνίας, όπου ένας σκουπιδιάρης βρίσκει στον κάδο του έναν άντρα γυμνό (και αρκετά εύπορο) και προσφέρεται να τον βοηθήσει να γυρίσει σπίτι του! Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά όσο δείχνουν εκ πρώτης όψεως… Με λίγα λόγια είδαμε σε αυτή την παράσταση (ίσως και να μυηθήκαμε – ποιός ξέρει, αυτές οι διαδικασίες δεν είναι πάντα εύκολα διακριτές, τουλάχιστον την πρώτη φορά), ένα θέατρο κυριολεκτικά του δρόμου (απλό και λιτό στη δομή του από το σκηνικό μέχρι τα ρούχα των ηθοποιών) όπου το παράλογο και το γκροτέσκο των καταστάσεων ανέδειξαν τη γελοιότητα των κοινωνικών συμβάσεων και την τραγικότητα του αστικού καθωσπρεπισμού χωρίς όμως να ξεπέφτει σε ένα εύκολο συναισθηματισμό ή διδακτισμό. Το ζεστό και πηγασίο χειροκρότημα στο τέλος της παράστασης αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Να σημειώσω σε αυτό το σημείο ότι όλες οι παραστάσεις είναι με ελεύθερη συνεισφορά ενώ το έργο, που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το μετέφρασαν, το διασκεύασαν οι “Τσιριτσάντσουλες, για να έρθει στα δικά τους μέτρα κι εμπλουτίζοντας το με πρωτότυπα τραγούδια και χορογραφίες.

Πληροφορίες

Για πληρέστερη ενημέρωση σχετικά με τις παραστάσεις δείτε εδώ


Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Πορτρέτο: Μανώλης Αναγνωστάκης, το πολιτικό και υπαρξιακό αξεχώριστα

 

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης υπήρξε μοναδική περίπτωση υπαρξιακού και πολιτικού ποιητή. «Όρθιος και μόνος» όπως ο ίδιος έγραφε, έδωσε το στίγμα του ανάμεσα στις δύσκολες και επικίνδυνες εποχές των οικονομικών, ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του Ψυχρού, ενίοτε Θερμού, Πολέμου. Έζησε και δημιούργησε λοιπόν, σε εποχές έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, ανάμεσα σε δύο κόσμους τόσο όμοιους και τόσο διαφορετικούς, που εκείνα τα χρόνια καθόριζαν την ίδια την ζωή, την ίδια την ύπαρξη ανθρώπων και κοινωνίας.

Ενταγμένος, χωρίς δική του επιλογή, στο περιθώριο του ενός από τους δύο κόσμους, αγωνιστής και ελεύθερος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Μη κανονικός άνθρωπος απέναντι, μέσα και παράλληλα σε ένα πλήθος μη κανονικών ανθρώπων, σώπασε όταν έκρινε ότι «η δημοκρατία έθρεψε νέες πολιτικές ελπίδες» κι η «μεταπολίτευση έκλεισε τις πληγές του εμφυλίου» (Γιάννης Βούλγαρης)

Στο σχόλιο που ακολουθεί θα ασχοληθούμε με μια πλευρά της ποίησης του, γνωρίζοντας ότι κι η παραμικρή αναφορά οφείλει να σεβαστεί τον άνθρωπο Αναγνωστάκη. Συμπερασματικά, αυτό που χρειάζεται να αναγνωρίσουμε είναι ότι ο ποιητής Αναγνωστάκης, ο πολιτικός και υπαρξιακός ποιητής αποτελεί μέρος της νεότερης κοινωνικής μας συνείδησης. Είναι εκπρόσωπος, με λίγα λόγια, εκπρόσωπος του συλλογικού πόνου της εποχής του και ένας φάρος για το τι πρέπει να προσέχουμε σήμερα όπου αντιμετωπίζουμε μια καινούργια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος τόσο βαθιά σαν της δεκαετίας του 1920 και του 1930.

Στο περιθώριο του αριστερού κόσμου

Δεν μπορούμε σε έναν υποτυπώδη και οπωσδήποτε πρόχειρο σχολιασμό για τον ποιητή να μην αναφέρουμε ότι ο Αναγνωστάκης υπήρξε ένας στρατευμένος αριστερός  και κοινωνικός ποιητής, όπως δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι στη περίπτωσή του το «στρατευμένος» δεν απηχεί τις όποιες γραφειοκρατικές απόψεις του πολιτικού γραφείου αλλά την έκφραση της αναγκαιότητας για την ανατροπή ενός σάπιου κόσμου – ουσία της σύγχρονης Αριστεράς και της εποχής μας – αλλά και απόψεις κριτικές ενάντια αυτών των πολιτικών που ακόμα και σήμερα, ιδίως σήμερα, αρνούνται την προοπτική της αλλαγής. Και αυτές οι πολιτικές δεν είναι άλλες από την επίμονη άρνηση της επαναστατικής προοπτικής και της ανατροπής του καπιταλισμού από τις πρώην χώρες του κρατικού καπιταλισμού (ΕΣΣΔ) που σε εμάς εκφράζονται, δυστυχώς μέχρι σήμερα, από το ΚΚΕ. Σημείο στο οποίο πρέπει να παρατηρήσουμε, άλλοι ομότεχνοί του υπέκυψαν (Ρίτσος) υποτιμώντας(;) τον εργατικό κόσμο που έδωσε και θυσιάστηκε για την επαναστατική προοπτική καθώς και την ιδιοφυία τους ως ποιητών.

Αντίθετα, ο Αναγνωστάκης, όπως και ο Τάσος Λειβαδίτης άλλωστε, ήταν από εκείνα τα πρόσωπα που η τότε κομματική ηγεμονία, αλλά ποτέ ηγεσία του χώρου, απέβαλε. Φυσικά ο ποιητής παρέμεινε ενταγμένος στην Αριστερά και στην υπόθεση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Αν και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς στις εκτιμήσεις μας, ο χώρος που επέλεξε να στρατευθεί ο ποιητής στη συνέχεια, δηλαδή ως ευρωβουλευτής για το ΚΚΕ Εσωτερικού το 1984, αντί να δώσει ελπίδα και προοπτική στον κόσμο του αγώνα, οδήγησε με τη σειρά του, στην επαναφορά θέσεων συμβιβαστικών και εν τέλει υποτακτικών που οδήγησαν στην επιβολή πολιτικών που εναντιώνονταν ακριβώς σε αυτά που διεκδικούσε ο ποιητής και που συνεχίζονται σήμερα με ιδιαίτερη ένταση και ρυθμό από τον πολιτικό επίγονο του ΚΚΕ εσωτερικού, τον ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτή την τροπή των πραγμάτων, καθορίστηκε σε ένα βαθμό η τόσο γνώριμη ποιητική ταυτότητα του Μανώλη Αναγνωστάκη, τόσο ώστε στην ποίηση του να βρίσκουμε και αισιόδοξα μηνύματα αλλά κυρίως την έκφραση μιας πολύ χαρακτηριστικής πολιτικής και υπαρξιακής μελαγχολίας, που αργότερα οδήγησε στην ειρωνεία και στον σαρκασμό δημιουργώντας την έτερη ποιητική ταυτότητα του ποιητή, τον Μανούσο Φάσση και στην παραίτηση, στον αναχωρητισμό, στην σιωπή. Το ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο είναι ότι ενώ οι ποιητές που ανδρώθηκαν μέσα στον Εμφύλιο και στους μεταπολεμικούς αγώνες της ντόπιας εργατικής τάξης κατέληξαν να αντιμετωπίζουν κριτικά και αποστασιοποιημένα το πρόσφατο παρελθόν, όπως κάνει κι ο Ρίτσος στην ποιητική συλλογή του  «Υπερώον», την ίδια στιγμή που οι αγώνες του εργατικού και κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα περνούσαν σε μια νέα φάση! Παράλληλα, ο ποιητής κατάφερε ακόμα να αφομοιώσει τα μοντερνιστικά ρεύματα (όπου μοντερνισμός σημαίνει απαίτηση για εξήγηση και αλλαγή του κόσμου μας) και να μπολιάσει την ποίηση μας με την σύγχρονη υπαρξιακή αναγκαιότητα συνδυάζοντας την με την «ειρωνεία του Καβάφη και την σαρκαστική διάθεση του Καρυωτάκη» (Ευριπίδης Γαραντούδης).

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, είναι μια ξεκάθαρη ποιητική παρουσία, που όχι μόνο συμπυκνώνει τις πιο σημαντικές ιστορικές και κοινωνικές μαρτυρίες του στιγματισμένου ελληνικού κοινωνικού χώρου αλλά που εξυπηρετεί την ανάγκη μας για λογοτεχνία πέρα «απ’ τις γραμμές των οριζόντων».

Επίλογος

Κλείνοντας έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η σύγχρονη Αριστερά (και η ρεφορμιστική και κυρίως, η επαναστατική) αν θέλει να οργανώσει τις μάχες μέχρι τέλους δεν θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να θυσιάσει καμία δυνατότητα ανατροπής για χάρη κάποιας κοντόφθαλμης ανάλυσης που θα φέρει το εργατικό κίνημα πίσω από τις ανάγκες και τις κατακτήσεις του. Αυτός ο κίνδυνος, σήμερα, στο σωτήριο έτος 2018, είναι πιο έντονη από ποτέ. Ακριβώς ένα πισωγύρισμα θα σημάνει πιθανή ήττα κι αυτό συνεπάγεται διωγμούς αγωνιστών, απογοήτευση, επικράτηση των δυνάμεων της αντίδρασης και του κεφαλαίου. Κι αυτό, γιατί μέσα σε όλες τις ανάγκες μας, υπάρχει άλλη μία, που μοιάζει αμελητέα αλλά είναι τόσο σημαντική: οι ποιητές μας και οι άνθρωποι της τάξης μας να δημιουργούν μέσα σε καθεστώς ελευθερίας και όχι μέσα σε κλίμα φόβου.

Ο Αναγνωστάκης κι η γενιά του ελπίζω να είναι οι τελευταίοι που έζησαν μια τέτοια περίοδο ήττας και αυταπατών. Στο χέρι μας είναι να αλλάξουμε τον κόσμο και την πορεία μας. Θα το τολμήσουμε;

Αγώνας της Κρήτης  (9/3/2018)