Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο Κυδωνία - Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο Κυδωνία - Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Η «Αντιγόνη» της Λούλου Ράκζκα στο Θέατρο Κυδωνία


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης 

Η φετινή χρονιά στην Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη κλείνει με ένα ακόμα έργο που ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα των θεατρικών επιλογών στην πόλη μας. Η «Αντιγόνη» της Λούλου Ράκζκα, ένα έργο της σύγχρονης αγγλικής δραματουργίας που μεταφέρει τον μύθο της Αντιγόνης στην εποχή μας μέσα από μια καλοδουλεμένη θεατρική προσπάθεια, στην αίθουσα του Θεάτρου Κυδωνία σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Οι παραστάσεις ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2022* και ολοκληρώνονται στις 3 Δεκεμβρίου.

Δεν είναι η πρώτη φορά όπου διάφορες εκδοχές της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή (παρουσιάστηκε στα Μεγάλα Διονύσια το 441 π.Χ.) μεταφέρονται στη σκηνή από διάφορους δημιουργούς. Παράλληλα έχει εμπνεύσει παραστάσεις από νεότερους συγγραφείς. Οι γνώστες του αντικειμένου θα θυμηθούν την «Αντιγόνη» του Ζαν Ανουίγ (1943) και του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1947). Επίσης, μέσα στο 2022, με επίκεντρο την Αθήνα, ακολούθησε μια σειρά παραστάσεων με την εκδοχή του Ανουίγ σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαπα αλλά και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή με την ματιά του Χάρη Φραγκούλη. Η προσπάθεια της Ράκζκα έρχεται να προστεθεί στη σχετική λίστα για να προσφέρει στο κοινό ένα φρέσκο έργο από μια άγνωστη στο ελληνικό κοινό συγγραφέα, με τη δική του αυτονομία και ταυτότητα που αναδεικνύει το διαχρονικό ενδιαφέρον για τον ιστορία της Αντιγόνης. 



Η γραφή της, άμεση και στιβαρή, ανανεώνει την αρχαία τραγωδία διατηρώντας το ίδιο θέμα: την προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει το νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Το μυθολογικό στοιχείο απουσιάζει ενώ ο χώρος του σύγχρονου δράματος είναι και πάλι η πόλη της Θήβας, αν και δεν κατονομάζεται. Σκοπός της δημιουργού είναι να μην υπάρξει ταύτιση με μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και να αποφύγει τους εύκολους παραλληλισμούς. Ακόμα κι έτσι, η σκέψη του θεατή δεν θα αποφύγει να κάνει τον συσχετισμό με κάποιο σύγχρονο παράδειγμα. Προσωπικά, σκέφτηκα την Ουκρανία.  

Το έργο 

Η Αντιγόνη και η αδερφή της Ισμήνη, τα κεντρικά πρόσωπα του μύθου που η συγγραφέας τα θέλει σε νεαρή ηλικία, περνάνε τις μέρες τους σ' ένα σπίτι ενώ γύρω τους εξελίσσεται η πολεμική σύγκρουση μεταξύ των στρατών των δίδυμων αδερφών Ετεοκλή και Πολυνείκη. Ανάμεσα στους βομβαρδισμούς, στις χαμηλές πτήσεις των μαχητικών αεροπλάνων πάνω από τις στέγες των σπιτιών και με λίγα χιλιόμετρα απόσταση από το σημείο όπου εκτελούνται οι αιχμάλωτοι πολέμου, οι κοπέλες δεν σταματούν να ονειρεύονται, να χορεύουν, να σχολιάζουν τη ζωή τους. Είναι μια εικόνα που κυριαρχεί στο ξεκίνημα της παράστασης, που μας συστήνει τους δύο χαρακτήρες και η οποία δοκιμάζει την υπομονή του θεατή που περιμένει μια γρήγορη εξέλιξη του δράματος. Το τέλος του πολέμου θα φέρει νέες ανατροπές στη ζωή της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Τα δύο αδέρφια έπεσαν αλληλοσκοτωμένα μπροστά στα τείχη της πόλης, η οποία σώθηκε και προσπαθεί πια να επανέρθει στην καθημερινότητα της. Εκεί, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, θα κληθούν να λάβουν κάποιες κρίσιμες αποφάσεις. 


Στη συνέχεια δύο στάσεις ζωής θα συγκρουστούν: Η Αντιγόνη, ανεξάρτητη, με όνειρα και επιθυμίες που δύσκολα τιθασεύονται, δεν θέλει να ξεχάσει τη φρίκη του πολέμου, δεν μπορεί να συμβιβαστεί ότι ο ένας αδερφός τους τιμήθηκε ως ήρωας ενώ το σώμα του δεύτερου έμεινε άταφο. Και η Ισμήνη που φοβάται να έρθει σε σύγκρουση με τις αποφάσεις της εξουσίας, που αγωνίζεται να μη χάσει το μοναδικό της στήριγμα – την αδερφή της – ενώ παράλληλα διεκδικεί να γευτεί τους καρπούς της μεταπολεμικής ζωής παρέα με εκείνους που αγαπά. Στο τέλος, όσο και να προσπαθήσει, ποτέ δεν θα καταλάβει τα κίνητρα που οδήγησαν την Αντιγόνη στη μοιραία απόφαση. Τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος, που εμφανίζονται στο έργο για μικρό χρονικό διάστημα με τη μορφή μάσκας, δείχνουν με εμφατικό τρόπο τη μοναξιά της Αντιγόνης και το δίλημμα το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει. 

Σχόλιο 

Όλα τα παραπάνω καθιστούν την «Αντιγόνη» της Ράκζκα ένα σύγχρονο κι επίκαιρο έργο, για τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο κόσμο (όπως παρουσιάζεται με το μονόλογο της Ισμήνης) και για τα σύγχρονα διλήμματα που αφορούν την απόδοση της δικαιοσύνης, τις επιπτώσεις των πράξεων μας, τα όρια της εξουσίας καθώς και το ρόλο της κοινωνίας, με σαφές αντιπολεμικό μήνυμα που δεν καταφεύγει σε ιδεολογικές ευκολίες και διδακτισμούς. Παράλληλα συνομιλεί επιτυχημένα με το αρχέτυπο του Σοφοκλή, χωρίς να θυσιάζει τη δική της αυτονομία. 


Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη μας κάνει κοινωνούς σε αυτή την πραγματικότητα και ενισχύσει ποιοτικά την νεανική οπτική και το δυναμικό κείμενο της Αγγλίδας συγγραφέως (σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση). Οι νεαρές μαθήτριες του Θεάτρου Κυδωνία, η Τόνια Κατσούλη και η Σοφία Γαροφαλάκη στους ρόλους της Αντιγόνης, της Ισμήνης και των άλλων προσώπων, καθοδηγούνται στη σκηνή σοφά, γίνονται ένα με τους χαρακτήρες που υποδύονται. Παράλληλα κερδίζουν το κοινό με τα πάθη των δύο γυναικών ενώ αφήνουν τις καλύτερες υποσχέσεις για την μελλοντική τους εξέλιξη. Η σκηνική εγκατάσταση του έργου, μια δημιουργία της εικαστικού Νάντιας Καλαμαρά με τα αρχαιοελληνικά και νεότερα στοιχεία, και οι θεατρικές μάσκες με την ιδιαίτερη αισθητική, της επίσης εικαστικού Όλγας Βερυκάκη, αποτελούν τον τρίτο πρωταγωνιστή του έργου με τρόπο που δεν είχαμε δει σε προηγούμενες θεατρικές παραστάσεις της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη (από όσες έχω παρακολουθήσει τουλάχιστον).

Με λίγα λόγια δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο σύνολο που θα παραμείνει, και αυτό, στη μνήμη των φίλων του θεάτρου στην πόλη μας. Ενημερωτικά, από τη νέα χρονιά, το Θέατρο Κυδωνία επανέρχεται στην ελληνική δραματουργία με την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη και ένα θίασο οχτώ ηθοποιών. 


*Το κείμενο γράφτηκε ως ένας απολογισμός της «Αντιγόνης». Ο κανονικός κύκλος παραστάσεων ολοκληρώθηκε την Δευτέρα 28 Νοεμβρίου. Η επιτυχία της θεατρικής παράστασης και η ανταπόκριση του κοινού οδήγησε σε δύο επιπλέον παραστάσεις, την Παρασκευή 2/12 με ώρα έναρξης 9.00μμ και το Σάββατο 3/12 με ώρα έναρξης 7.30μμ (απογευματινή). 

On-line προπώληση εισιτηρίων: www.ticketservices.gr

https://www.ticketservices.gr/event/antigoni-theatro-kydonia/

~

Φωτογραφίες της παράστασης: Πάρις Χαμουρίκος 


Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Μαϊκ Μπάρτλετ: “Χιονονιφάδα” – Μια επίκαιρη και διδακτική χριστουγεννιάτικη ιστορία από την Αγγλία του Brexit (στο Θέατρο Κυδωνία)

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Θα ξεκινήσω το σημείωμα μου με αυτό. Η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη και το Θέατρο Κυδωνία αποτελούν μια όαση στα θεατρικά και πολιτιστικά πράγματα της πόλης μας (Χανιά). Αλλά είναι και κάτι περισσότερο, καθώς αναζητώντας σύγχρονα θεατρικά έργα που βρίσκονται στην αιχμή των εξελίξεων στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα (Λαμπεντούζα, Κατεστραμμένο Δωμάτιο, Άγγελέ μου, κ.α.) η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη καταφέρνει να χτίζει ένα πιστό θεατρικό κοινό που δεν αμελεί με τη σειρά του να στηρίζει και να ενισχύει τις επιλογές της είτε είναι θεατρικές παραστάσεις, πάντα πρωτότυπες και άκρως ενδιαφέρουσες, είτε άλλου τύπου πολιτιστικές εκδηλώσεις. Με τη σειρά της πάλι, συνεχίζει να μας παρουσιάζει έργα αιχμής που προβληματίζουν αλλά και ψυχαγωγούν τον θεατή χωρίς να γίνονται αισθητικές ή ιδεολογικές παραχωρήσεις και ευκολίες.

Ένα τέτοιο έργο αιχμής αποτελεί και η χριστουγεννιάτικη παράσταση “Χιονονιφάδα” (Snowflake, 2018) του Μαϊκ Μπάρτλετ που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες, σε πρώτη πανελλαδική προβολή στην πόλη μας, στο Θέατρο Κυδωνία σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Έξυπνο, βαθιά συγκινητικό αλλά και με διακριτό χιούμορ είναι ένα έργο που έχει πράγματα να μας πει αλλά κυρίως να διδάξει: για το χάσμα των γενεών που είναι ένα πολύμορφο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χάσμα, για τη σχέση γονιών και παιδιών και για τις απαιτήσεις -σωστές ή λανθασμένες- που μπορεί να έχει ένας πατέρας για το παιδί του κι αντίστροφα, για την επιρροή της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για την Αγγλία του Brexit. Γενικότερα, η “Χιονονιφάδα” ανοίγει ζητήματα που μας απασχολούν κι εδώ, στη χώρα μας, αλλά δεν είναι ένα βαρύ έργο. Δεν χρειάζεται να είναι. Ούτε είναι ένα ανάλαφρο έργο όπως οι συνηθισμένες αμερικάνικες ή/και βρετανικές κομεντί με τις οποίες μας βομβαρδίζει τέτοιες γιορτινές μέρες η τηλεόραση όπου εξαφανίζεται κάθε κοινωνική αιχμή για να ειπωθούν στεγνές κι ανούσιες ιστορίες, με εύκολη, σχεδόν ηλίθια, επίκληση στο συναίσθημα όπου το μόνο που χρησιμεύουν είναι για να περάσει κάποιος την ώρα του, λαμβάνοντας όμως όλα τα λάθος μηνύματα. Στη “Χιονιφάδα” συμβαίνει το αντίθετο, ίσως και κάτι περισσότερο, καθώς από τη μία πλευρά αναδεικνύεται ότι οι προσωπικές μας επιλογές δεν μένουν ανεπηρέαστες από την ευρύτερη συγκυρία και από την άλλη ότι ένας μικρός συμβιβασμός ίσως είναι αναγκαίος μεταξύ δύο αντιμαχόμενων(;) πλευρών που αναγνωρίζουν πως τους ενώνουν πολλά περισσότερα από όσα τους χωρίζουν.

υπόθεση του έργου είναι απλή, στα χέρια ενός άλλου δημιουργού θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια από τις ανούσιες κομεντί που αναφέρω πιο πάνω, αλλά ουσιαστική. Η πρώτη πράξη ξεκινάει με ένα μονόλογο, όπου παρουσιάζεται ο Άντυ ένας μεσήλικας που του αρέσουν τα τηλεοπτικά προγράμματα παλαιότερων εποχών. Η γυναίκα του έχει πεθάνει από μια ανίατη αρρώστια πριν χρόνια και η κόρη του έχει φύγει από το σπίτι στα δεκαοκτώ της, χωρίς να εξηγήσει ποτέ το λόγο. Από τότε έχουν περάσει δύο χρόνια και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Φέτος, όμως, ο Άντυ μαθαίνει πως κάποιοι την είδαν στα πέριξ κι ελπίζει πως η κόρη του (Μάγια) θα γυρίσει σπίτι τα Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Νοικιάζει απ’ την κοινότητα τον χώρο εκδηλώσεων, τον στολίζει γιορταστικά και την περιμένει να φανεί. Και ενώ ως πατέρας προσπαθεί να φανταστεί τους λόγους που την έκαναν να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της, εκφράζοντας ταυτόχρονα τις δικές του κοινωνικές απόψεις, που είναι χαρακτηριστικές ανθρώπου κάποιας ηλικίας, με όλες τις προκαταλήψεις, αλλά και τη σοφία της γενιάς του, ένα άγνωστο κορίτσι (Νάταλι), που είναι ακριβώς στην ηλικία της κόρης του, εμφανίζεται στην αίθουσα. Σ’ αυτό το σημείο ξεκινάει η δεύτερη πράξη όπου ο καθένας από τους συντελεστές έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του φαντάσματα των Χριστουγέννων… Ίσως το μεγαλύτερο φάντασμα απ’ όλα, και στη δεδομένη στιγμή, να είναι το ίδιο το Brexit που στο έργο του Μαϊκ Μπάρτλετ παρουσιάζεται ως επιλογή των παλιότερων γενιών, την ίδια ώρα που η απελευθερωμένη νεολαία επιλέγει την Ευρωπαϊκή Ένωση. (Είναι έτσι όμως; Θα έλεγα, ότι σε ένα βαθμό, ισχύει μάλλον το αντίθετο. Δηλαδή ότι η ΕΕ δεν αποτελεί ένα πρότυπο απελευθέρωσης αλλά ένα καταπιεστικό μηχανισμό κι ότι το Brexit δεν ήταν μια επιλογή αποκλειστικά των παλιότερων γενιών, είναι μια πιο σύνθετη ιστορία. Αλλά δεν θα επεκταθώ).

Συμπερασματικά, η “Χιονιφάδα” είναι μία θεατρική παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσεις. Ίσως σε κάποιο σημείο οι πρωταγωνιστές της να σου φανούν μονόπλευροι, χωρίς περιθώρια ελιγμών, αλλά δεν είναι. Βαθύτεροι πόνοι κι ανησυχίες τους διακατέχουν ή/και τους κατατρέχουν, αλλά γνωρίζουν κατά βάθος ότι χρειάζεται να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλο, βάζοντας στην άκρη τον εγωισμό τους, ώστε να δεχτούν να αλλάξουν και να αλλάξουν τις κλειδωμένες καρδιές τους για να πάνε μπροστά. Σίγουρα, σε κάποιο άλλο σημείο θα ταυτιστείς με τους ήρωες ή τουλάχιστον με κάποιες θέσεις ή συνήθειες τους και θα καταλάβεις ότι για να αποφεύγονται οι διαπροσωπικές συγκρούσεις χρειάζεται ο διάλογος και η επικοινωνία αντί της απομόνωσης, της φυγής ή και της επιβολής της γνώμης σου πάνω στον άλλο. Και οπωσδήποτε θα προβληματιστείς με όλα τα παραπάνω. Αλήθεια, τι θα έκανες εσύ σε μια τέτοια περίπτωση; Πως θα την αντιμετώπιζες; Με αυτές ακριβώς τις σκέψεις έφυγα από την παράσταση.

Αυτή είναι και η σημαντικότερη συνεισφορά του έργου. Κι ο Μαϊκ Μπάρτλετ το καταφέρνει αυτό με μαστοριά, όπως το κάνουν κι οι συντελεστές της ελληνικής απόδοσης της “Χιονονιφάδας”. Χαίρεσαι να βλέπεις τον έμπειρο Μιχάλη Βιρβιδάκη στον ρόλο του μεσήλικα Άντυ που αγωνίζεται να βρει διέξοδο στην αγωνία του ως πατέρας και μπροστά σ’ ένα κόσμο που αλλάζει, χαίρεσαι με την μαχητική Μαρία Γιαννικάκη στον ρόλο της εξεγερμένης κι απόλυτα συνειδητοποιημένης για την ταυτότητας της Μαρίας που αποζητά την πατρική αναγνώριση και τον σεβασμό, απολαμβάνεις την εμπνευστική Έβελιν Σαγώνα ως Νάταλι που αγωνίζεται και καταφέρνει όχι απλώς να ενώσει ξανά τον πατέρα με την κόρη κι αντίστροφα αλλά που φέρνει παράλληλα το φως και μια άλλη ποιότητα σε μια ταραγμένη σχέση.Η επιλογή του ονόματος της ηρωίδας, του σημαντικότερου προσώπου του έργου, δεν είναι τυχαία. Η ουσιαστική παρέμβαση της στην “Χιονονιφάδα” το αποδεικνύει. (Για τους πιο υποψιασμένους, το ίδιο το όνομα της που έχει λατινική ρίζα αποκαλύπτει και τον ρόλο της σ’ αυτό το δράμα. Υπενθυμίζω λοιπόν, ότι κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του “αηττήτου ηλίου” στις 25 Δεκεμβρίου, γνωστή ως Dies Natalis Solis Invicti, γιορταζόταν στην αρχαία Ρώμη, το γεγονός της τροπής του ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό κι έτσι οι ημέρες να γίνονται όλο και πιο μεγάλες).

Θα κλείσω εδώ αυτό το σημείωμα. Για εσένα που δεν πρόλαβες να παρακολουθήσεις αυτή τη χριστουγεννιάτικη ιστορία υπάρχει ακόμα καιρός. Θα το δεις, θα βγεις πολλαπλά ωφελημένος στη συνέχεια.

Αγώνας της Κρήτης  (3/1/2020)

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Θέατρο: «Άγγελέ μου» του Χένρι Νέιλορ, παρουσιάζεται στην Αθήνα (για 2 παραστάσεις, θέατρο Σφενδόνη)


Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης 

Μετά από την παρουσίαση, για πρώτη φορά στην Αθήνα, με τα Χανιά και την Κρήτη να προηγούνται, του θεατρικού έργου «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» των Μάθιου Λέντον/Vanishing Point, το Θέατρο Κυδωνία και η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη επανέρχονται με ακόμα ένα επίκαιρο έργο που με αφορμή την πραγματική ιστορία μια νεαρής Κούρδισσας προσεγγίζει ζητήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση, την γυναικεία καταπίεση, την φρίκη του πολέμου και ιδιαίτερα του πολέμου που διεξάγονταν μεταξύ των Κούρδων μαχητών και των φονταμενταλιστών του ISIS στη βόρειο Συρία.

Πρόκειται για το έργο με τον τίτλο «Άγγελέ μου» του Χένρι Νέιλορ, που παρουσιάζεται κι αυτό για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από την ομάδα του Θεάτρου Κυδωνία, με έδρα τα Χανιά, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη, μετάφραση του Δημήτρη Κιούση και με πρωταγωνίστρια τη νέα ηθοποιό Κατερίνα Μαντίλ και εντάσσεται σε μία σειρά επιλεγμένων θεατρικών έργων της τελευταίας τριετίας, από διαφορετικούς συγγραφείς, που ανοίγουν τη συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των Ευρωπαίων πολιτών σχετικά με τα ζητήματα της προσφυγιάς, του πολέμου ενώ παράλληλα ανοίγουν κι άλλη μία εξίσου σημαντική κι όχι αδιάφορη συζήτηση σχετικά με την στάση των ΜΜΕ αλλά και το διαδικτύου απέναντι σε όλα αυτά, καλλιεργώντας μια συγκεκριμένη στάση (παθητικής, θα λέγαμε) συμπεριφοράς απέναντι σε όλα αυτά.


Συγκεκριμένα, το «Άγγελέ μου» είναι ένας, διάρκειας μιας ώρας, σκληρός, συγκλονιστικός και καταιγιστικός μονόλογος, έντονα συναισθηματικός αλλά και με γερές δόσεις χιούμορ που τη μία φορά αποκλιμακώνει την ένταση μέχρι την επόμενη κρίσιμη στιγμή και με πρωταγωνιστικό πρόσωπο ένα νεαρό κορίτσι από το Κουρδιστάν, τη Ρεχάνα. Η Ρεχάνα (πραγματικό πρόσωπο), με τους γονείς της να την φωνάζουν «Άγγελέ μου», μεγαλώνει σε ένα αγρόκτημα με φυστικόδεντρα σε ένα χωριουδάκι κοντά στο Κομπάνι στη Βόρεια Συρία. Μας αφηγείται την ιστορία της παιδικής της ηλικίας, μας μιλά για τον πατέρα της που πάντα ονειρευόταν την εποχή που οι γυναίκες θα ήταν ισότιμες με τους άντρες, για τις βαθιά ριζωμένες μέσα της ειρηνιστικές πεποιθήσεις και για την επιθυμία της να γίνει μια μέρα δικηγόρος. Άλλες όμως οι βουλές των πολεμοκάπηλων, του ιμπεριαλισμού και της ιστορίας που αρέσκεται να σκαρώνει φάρσες στα ανθρώπινα υποκείμενα μόνο και μόνο για να τις μετατρέψει σε τραγωδίες χωρίς επιστροφή, αργότερα… Έτσι, όταν η Ρεχάνα γίνεται δεκαεπτά χρονών, στο Κομπάνι ξεσπά ο πόλεμος, καθώς το ISIS (το DAESH όπως είναι το αντίστοιχο ακρώνυμο στα Αραβικά) πολιορκεί κατ’ αρχήν και αργότερα κατακτά όλα τα εδάφη στη Βόρεια Συρία (μέχρι να το εκδιώξουν αργότερα αλλά αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στον θεατρικό κι ιστορικό χρόνο που ταυτίζονται μέσα στο έργο). Μέσα στη φρικωδία ενός από τους πιο αποτρόπαιους και ανελέητους πολέμους, το νεαρό κορίτσι καταφέρνει να παραμείνει ζωντανό, γλυτώνοντας κατά τύχη ή από σύμπτωση από τους αμέτρητους κινδύνους κατά της ζωής και της αξιοπρέπειας της που παραμονεύουν σε κάθε της βήμα, ώσπου στο τέλος προσχωρεί σε μια ομάδα από Κούρδισες γυναίκες που μάχονται το DAESH.

Όπως θα κατάλαβε ήδη ο αναγνώστης κι η αναγνώστρια το «Άγγελέ μου» είναι ένα πολιτικό έργο, δείγμα του θεάτρου που τόσο έχουμε ανάγκη σήμερα, ανοίγει μια σειρά από ζητήματα αιχμής: η εμφανέστατη καταπίεση της γυναίκας (στην Ανατολή και κόντρα στην περισσότερο κρυφή αλλά εξίσου σκληρή της πολιτισμένης Δύσης), το σκοτάδι που επιβάλλει η θρησκεία σε κάθε μορφή συνείδησης και ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά και η ελπίδα που δίνει ο συλλογικός, προσωπικός, καμιά φορά και ένοπλος αγώνας αλλά και πολλά άλλα που δεν επιθυμώ να παραθέσω εδώ, μόνο και μόνο για να μην χαλάσω την προσδοκία το κλίμα της αναμονής που πρέπει πάντα να συνοδεύει μία αντίστοιχη προσπάθεια.

Δεν θα χάσει όποιος/α παρακολουθήσει την παράσταση. Η ευφυέστατη, γρήγορη σε εναλλαγές και διαλλείματα γραφή του Χένρι Νέιλορ, η λιτή αλλά επαρκέστατη σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Βιρβιδάκη και κυρίως η πολυπρόσωπη, πολύμορφη, ευαίσθητη και σκληρή κατά περίπτωση, σπιρτόζικη και βαθειά ανθρώπινη ερμηνεία της Κατερίνας Μαντίλ δεν θα απογοητεύσουν κανέναν.

Ατέχνως, 15/12/2018

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

El3ven: Η χειροποίητη μουσική της Φένιας Χρήστου

 

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Άλλη μια πολύ όμορφη μουσικοποιητική βραδιά με τη μουσικό Φένια Χρήστου στον υπέροχο αίθριο χώρο του θεάτρου Κυδωνία στα Χανιά είχαμε την τύχη να απολαύσουμε το βράδυ της Δευτέρας στις 16 Ιουλίου. Γνώριμη πια φίλη τόσο του θεάτρου Κυδωνία, όσο και της πόλης μας, απλόχερα μας πρόσφερε μια βραδιά γεμάτη με ποίηση και μουσική που πιστεύω ότι σηματοδοτεί την αφετηρία για ένα πολύ όμορφο μουσικό και ποιητικό ταξίδι στη συνέχεια.

Η βραδιά χωρισμένη σε δύο μέρη, ξεκίνησε με την ακρόαση, πρώτη πανελλαδικά στην πόλη μας, του δίσκου El3ven της Φένιας Χρήστου (κυκλοφορεί από τον Μετρονόμο) στον εσωτερικό χώρο του θεάτρου ενώ στο δεύτερο μέρος, στον αίθριο χώρο και στο απλό και λιτό σκηνικό της παράστασης «Άγγελε μου» του Χένρι Νέιλορ που παρουσιάζεται αυτό το καλοκαίρι, συνέχισε με την παρουσίαση των μελοποιήσεων της πάνω σε ποιητικές δημιουργίες του Άγγελου Σικελιανού και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη καθώς και των Χανιωτών ποιητών Λεωνίδα Κακάρογλου, Κώστα Κουτσουρέλη, Ελένης Μαρινάκη κ.α.

Μια απαιτητική διαδικασία μουσικής μύησης


Ο δίσκος της Φένιας Χρήστου αποτελείται από 12 συνθέσεις: 6 ορχηστρικά κομμάτια, δύο μελοποιήσεις ποιημάτων του Καβάφη (Σύγχυσις, Τρόμος) και 4 τραγούδια, πάνω στα οποία δούλεψε εντατικά για πέντε χρόνια, από τις ενορχηστρώσεις μέχρι την παραγωγή. Η ίδια η δημιουργός στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου αναφέρει ότι «Το El3ven αποτελεί μία βαθιά προσωπική καταγραφή του τρόπου αντίληψής μου μέσω του ήχου. Η σύλληψη αυτής της ιδέας ήρθε το 2011-2013 και εξελίχθηκε σταδιακά μέσα στα χρόνια. Η φιλοσοφία μου απέναντι στα πράγματα, δε συμφωνεί με το εφήμερο, το βιαστικό. Η δημιουργία είναι περισσότερο μια διαδικασία: μια γέννα άλλοτε επίπονη, δύσκολη, βασανιστική, όπως ο «Τρόμος», κι άλλοτε ανακουφιστική, όπως το «Μηδέν».»

Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Θα συμπληρώσω μάλιστα ότι η διαδικασία της ακρόασης του δίσκου, διάρκειας περίπου μιας ώρας, αποτέλεσε μια απαιτητική διαδικασία μουσικής μύησης και μια πρωτόγνωρη εμπειρία για όλους τους συμμετέχοντες. Παράλληλα ήταν και μία πετυχημένη απόπειρα-οδηγός για να ακούμε μουσική πέρα από τους γρήγορους και πάντα βασανιστικούς ρυθμούς της καθημερινότητας. Ή όπως είπε η ίδια η Φένια «για να μάθουμε να ακούμε ένα δίσκο παρέα».


Θα έλεγα, και όσο αφορά εμένα προσωπικά και καθώς δεν μπορώ να γνωρίζω τις συνήθειες όλων όσων συμμετείχαν στην παρουσίαση, πως όταν ακούω μουσική πάντα κάνω και κάτι άλλο παράλληλα – τρώω, διαβάζω εφημερίδα, χαζολογώ δεξιά κι αριστερά, σερφάρω στο ίντερνετ – χωρίς πολλές φορές να αντιλαμβάνομαι την εναλλαγή των κομματιών, χωρίς καν να νιώθω το νόημα των στίχων. Θα χρειαστεί πάντα μια δεύτερη ή και τρίτη επανακρόαση. Αν πω λοιπόν, ότι δεν… ζορίστηκα στα πρώτα λεπτά της ομαδικής συνακρόασης, θα πω ψέματα! Βλέπετε, μαθημένος κι εγώ σε γρήγορους ρυθμούς, είδα ότι σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται μια άλλη αντιμετώπιση κι όχι η γρήγορη κι η ευκαιριακή που συνηθίζω να έχω.

Μια αντιμετώπιση, αργή κι υπομονετική, τόση για να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε τις μουσικές δημιουργίες της Φένιας χωρίς βιασύνη, όπως ακριβώς η ίδια δούλεψε όλα αυτά τα χρόνια. Με μελέτη και υπομονή. Η δυσκολία μου, όπως είναι προφανές, κράτησε για πολύ λίγο καθώς τα τραγούδια και τα ορχηστρικά κομμάτια του El3ven ξεκίνησαν να φέρνουν στην επιφάνεια τις αρετές τους και να μας αποκαλύπτουν ένα νέο, άγνωστο κόσμο. Ένα κόσμο άγριο, βαθύτατα αισθαντικό και σκληρά σωματικό, σκοτεινό (Το νανούρισμα του Δαίμονα) αλλά και με αιχμές φωτός, ρομαντικό, ερωτικό και ερωτευμένο (Μοίρα μου και πεπρωμένο), βαθιά μυσταγωγικό και κοινωνικά προβληματισμένο κι οργισμένο όπως στο τραγούδι Παράκληση (Στο Αιγαίο επιπλέουν νεκρά παιδιά / τι γίνεται τώρα δυνατοί άντρες;), με μουσικές καταγραφές και σε απόδοση που εντυπωσιάζει και που, ναι, ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, τα εύκολα και τα γρήγορα.

Η ανάγκη για αυτού του είδους την έκφραση είναι που οδήγησε μάλιστα την ίδια τη δημιουργό να έρθει σε επαφή με τα κατώτερα ένστικτα της και με την άγρια φύση της ώσπου να αντιληφθεί εκ νέου, με ωριμότητα και σοβαρότητα, τον εαυτό της και τον κόσμο. Και αυτό, σαν άλλη Πυθία – με τη φωνή, τους στίχους και με την παρουσία της πάνω κι εκτός της σκηνής – κατάφερε η Φένια να το επικοινωνήσει με όλους όσους παραβρέθηκαν στην προχθεσινή παρουσίαση.

Κλείνοντας δεν μένουν πολλά για να πει κανείς, να προτείνω μόνο από την πλευρά μου να αναζητήσετε τη δουλειά της Φένιας Χρήστου, μια δουλειά πραγματικά χειροποίητη και από μια μουσικό που έχει, και θα δώσει, πάρα πολλά στη συνέχεια.

Tο cd πωλείται στα Χανιά στο θέατρο Κυδωνία στην τιμή των 10€.

Αγώνας της Κρήτης (19/7/2018)

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Θέατρο: Το κατεστραμμένο δωμάτιο, Μάθιου Λέντον/Vanishing Point, από το Θέατρο Κυδωνία

 


 Του Ειρηναίου Μαράκη

«Το κατεστραμμένο δωμάτιο» του Μάθιου Λέντον και της θεατρικής ομάδας Vanishing Point, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα Χανιά από το Θέατρο Κυδωνία και την Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη, αποτελεί ένα έργο κοινωνικού, υπαρξιακού και ηθικού προβληματισμού. Είναι μια ασφυκτική και εφιαλτική μικρογραφία του σύγχρονου παρακμάζοντος κόσμου που δεν αφήνει τον θεατή/παρατηρητή να πάρει ανάσα, θέτοντας του διαρκώς ερωτήματα τόσο για την φύση της κοινωνίας και του ανθρώπου, όσο και για την ουσία, την αξία της πληροφορίας καθώς και για τον τρόπο διάδοσης της, για τις ιδέες αλλά και τις για πράξεις που διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής του σύγχρονου πολίτη και μέσα σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει ίσως την χειρότερη κοινωνικοπολιτική κρίση της ιστορίας της. «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» δεν χαϊδεύει αυτιά και συνειδήσεις αντίθετα δείχνει στον θεατή, χωρίς να αναπαράγει μια στείρα κι αδιάφορη πολιτικολογία, ότι ως πρόσωπο αλλά και ως μέρος του κοινωνικού συνόλου χρειάζεται να ξεφύγει από την προκαθορισμένη θέση του καταναλωτή/παθητικού αποδέκτη καλώντας τον παράλληλα να πάρει θέση σε όλα τα παραπάνω, αναγνωρίζοντας ότι η αλήθεια μπορεί να μην είναι μία και απόλυτη αλλά αντίθετα ότι μπορεί να εμπεριέχεται μέσα σε διάφορες απόψεις και θέσεις πάνω στα διάφορα ζητήματα.

«Το κατεστραμμένο δωμάτιο» ως πρωτότυπο έργο αλλά και μέσα από την συγκεκριμένη, εμπνευσμένη θα λέγαμε, μεταφορά του από την ομάδα της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη, προσπαθεί να αναλύσει, με ποιητικά ριζοσπαστικό λόγο και τρόπο, τόσο στο κείμενο, όσο και πάνω στην σκηνή, την ηθική διάσταση και πλευρά όλων όσων συζητάμε στην καθημερινότητα μας, επηρεασμένοι από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και μέσα από το Διαδίκτυο, που αποτελεί βασικό μέσο ενημέρωσης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης της νεολαίας. Παράλληλα θέτει σε αντιπαράθεση διάφορες οπτικές ξεκινώντας από τον τρόπο που ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει (ή δεν αντιμετωπίζει) τα ζητήματα της προσφυγιάς, της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού, της τρομοκρατίας αλλά και της φύσης του θεσμού της οικογένειας, της φιλίας, των ανθρώπινων σχέσεων που όσο και αν επιθυμούν να μείνουν ανεπηρέαστες από όλα όσα συμβαίνουν γύρω τους, δεν παύουν να διαμορφώνονται και να διαμορφώνουν ταυτόχρονα τις διάφορες καταστάσεις.

Ερωτήματα

Αιχμηρό, βίαιο, βαθειά πολιτικό και υπαρξιακό, συγκινητικό και έντονα συναισθηματικά φορτισμένο, «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» δεν προσπαθεί μόνο να αναλύσει τα διάφορα ζητήματα αλλά θέτει κι ερωτήματα, πολλές φορές ακόμα και πέρα από τις προθέσεις των δημιουργών του. Είναι η αλήθεια μία και μοναδική; Ποιος ορίζει τι είναι η αλήθεια; Πως παράγεται η ιδεολογία; Πως μπορούμε να διαχειριστούμε την σύγχρονη κοινωνικοπολιτική κρίση αλλά και να επιβιώσουμε από αυτή; Ποιες είναι οι δικές μας δυνατότητες, ως έλλογων όντων, να αντιστρέψουμε μία κατάσταση που μοιάζει οριστικά χαμένη; Και η τέχνη; Το θέατρο; Μπορούν να μας δείξουν ότι μια άλλη πραγματικότητα είναι εφικτή ή απλά μένουν σε μια απλή παράθεση της ήδη γνωστής, εφιαλτικής μα και ελπιδοφόρας, πραγματικότητας;


Πολλά τα ερωτήματα, πολλές και οι πιθανές απαντήσεις. Δεν θα επιχειρήσουμε, και ούτε πρέπει, να απαντήσουμε εδώ. Χρειάζεται να δείτε το συγκεκριμένο έργο, αποτελεί βασική προϋπόθεση, για να δώσετε τις δικές σας. Το βασικότερο είναι όμως ότι «Το κατεστραμμένο δωμάτιο» λειτουργεί καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του θεατή: με το τέλος της παράστασης οι εικόνες αποκάλυψης με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που ζητούν σωτηρία στην θαλάσσια οδό της Μεσογείου με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές τον θάνατο – να πεθαίνεις στην προσπάθεια σου να μην πεθάνεις, δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό, τόσο ώσπου καμία λέξη δεν μπορεί να περιγράψει αυτή την πραγματικότητα – δεν επιτρέπει στον θεατή να φύγει ήσυχος κι αναπαυμένος γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η αλήθεια (ή έστω ένα μέρος της) είναι ακόμα πιο εφιαλτική από ότι δείχνει η οθόνη του υπολογιστή ή της τηλεόρασης, καταφέρνοντας τόσο να συγκινήσει, όσο και να προβληματίσει. Είναι μάλιστα και κάτι παραπάνω: κάλεσμα σε δράση, σε ενεργό παρέμβαση, ενάντια σε όλα τα παραπάνω, αυτό είναι «Το κατεστραμμένο δωμάτιο». Κι αν το τέλος της παράστασης μοιάζει απαισιόδοξο, στην πραγματικότητα αποτελεί μια προειδοποίηση για το που μπορούν να οδηγηθούν τα πράγματα, με αυτή ακριβώς την έλλειψη δραστικών πρωτοβουλιών.


Όμως όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν τίποτα, ίσως μόνο μια επίδειξη ύφους, εάν η σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Βιρβιδάκη, η μετάφραση του κειμένου από τον Δημήτρη Κιούση καθώς και οι μαχητικές και αυθεντικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών (Ντία Κοσκινά, Στελλίνα Ιωαννίδου, Μιχάλη Βιρβιδάκη, Πάρη Χαμουρίκου και Εμμανουήλ Στεφανουδάκη, ο οποίος εκτελεί χρέη και βοηθού σκηνοθέτη) δεν κατάφερναν μέσα από την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή των ζωντανών διαλόγων με την ψηφιακή προβολή, να μας μεταφέρουν την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, φτιάχνοντας παράλληλα όμορφο, αληθινό θέατρο που τόσο έχουμε ανάγκη και που τόσο μας λείπει σήμερα.

16/2/2018

Αγώνας της Κρήτης 



Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Το τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη, στο θέατρο Κυδωνία

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το τελευταίο διάστημα στο θέατρο Κυδωνία και στον ειδικά διαμορφωμένο αίθριο χώρο του, την επίκαιρη και διαχρονική σάτιρα ηθών “Το τάβλι” του Δημήτρη Κεχαΐδη. Είναι ένα έργο γραμμένο το 1972 όπου μέσα από την γρήγορη και ρυθμική ανάπτυξη της ιστορίας καταγράφονται οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώθηκαν τόσο πριν τη Μεταπολίτευση, όσο κι αργότερα ενώ αναπτύσσεται, με τη βοήθεια της μουσικής, κι ένα σχόλιο κάπως ευρύτερο, αφοπλιστικό θα λέγαμε, για τις συνήθειες και τις αντιλήψεις που διέπουν τη ζωή του Νεοέλληνα.

Η ηττοπάθεια, η αμφισβήτηση της δυνατότητας του απλού ανθρώπου για δράση, το γρήγορο και αβίαστο κέρδος μέσα από τον σχεδιασμό ευφάνταστων σχεδίων που πάντα αποτυγχάνουν, η διεκδίκηση της κοινωνικής καταξίωσης, η υποτίμηση της δουλειάς, η μπαγαμποντιά και η πονηριά ως το ανώτατο στάδιο του ωχαδερφισμού, να ποιά είναι κάποια από τα θέματα που διαπραγματεύεται το έργο. Κι όλα αυτά, οι συγκρούσεις και οι ζυμώσεις, αναπτύσσονται γύρω από μία παρτίδα τάβλι αναδεικνύοντας αφενός τον κοινωνικό, διαδραστικό ρόλο του παιγνιδιού κι αφετέρου ότι οι προφυλάξεις που παίρνεις στο παιγνίδι για να μη σου πιάσουν τη… “μάνα” μπορεί να είναι αρκετές, όχι όμως κι όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα ή με επιχειρήματα που δοκιμάζουν τις αντοχές σου, τα όρια ή και τα όνειρα σου.


Επίσης, οι συζυγικές ή οι αδερφικές σχέσεις, η υποκρισία πίσω από την φαινομενική αγάπη κι εκτίμηση, η εργαλειοποίηση των ανθρώπων (των γυναικών, κυρίως) για την επίτευξη ανίερων σκοπών, η εκμετάλλευση της ανάγκης του αδύναμου κοινωνικά και οικονομικά για στέγη κι ένα πιάτο φαΐ, ο φόβος των άλλων (των φίλων στο καφενείο ή των γειτόνων) που μπορούν, θεωρητικά πάντα, να σε βλάψουν, είναι ακόμα κάποια από τα θέματα του έργου. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο που το συγκεκριμένο έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη παρουσιάζεται από αρκετές θεατρικές ομάδες ανά την επικράτεια το τελευταίο χρονικό διάστημα: μέσα σε μια περίοδο κρίσης που όλοι ψάχνουμε απαντήσεις για το τι και το πως, έρχεται αυτή η θεατρική κατάθεση ψυχής για να μας δώσει ένα μπούσουλα για περαιτέρω διερεύνηση των κοινωνικών, βαθειά πολιτικών και υπαρξιακών, εξελίξεων του σήμερα.

Αλλά καλό θα είναι ο θεατής ή ο αναγνώστης να μην περιμένει να βρει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα του. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του έργου. Ο Δημήτρης Κεχαΐδης ψυχαγωγεί το κοινό μέσα από το έργο του αλλά δεν κουνά το δάχτυλο, γνωρίζει πως η στείρα καταγγελία δεν διαπλάθει καλύτερους ανθρώπους αλλά ότι αντίθετα αποτελεί κι αυτή σύμπτωμα του ίδιου προβλήματος.


Κατ’ επέκταση, έχουμε την εντύπωση, αν όχι την πεποίθηση, πως η μεταφορά του έργου στη σκηνή κάτω από την σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Βιρβιδάκη αποδίδει στην εντέλεια το πνεύμα του έργου: τόσο χωροθετικά, όσο και νοηματικά. Η εντυπωσιακή διαμόρφωση του αίθριου χώρου του θεάτρου Κυδωνία σε μια αυλή, ενός μικρού λαϊκού σπιτιού σε κάποια αθηναϊκή συνοικία καθώς και η άμεση επαφή με τους ηθοποιούς, με τον λόγο και τα καμώματα τους, καθιστά κοινωνό τον θεατή όλης της πραγματικότητας που εξελίσσεται πάνω στην σκηνή. Η μουσική και τα λαϊκά τραγούδια που συνοδεύουν το έργο, ο εκφωνητής του πειρατικού ραδιοφώνου κι οι αφιερώσεις των ερωτευμένων ή πονεμένων ακροατών αποτελούν τη συνέχεια του Χορού του αρχαιοελληνικού θεάτρου: σχολιάζουν χωρίς να παρεμβαίνουν και αναδεικνύουν το πολυποίκιλο ή πολυσήμαντο, αν θέλετε, υπόβαθρο του έργου.

Όμως είναι οι ηθοποιοί, ο Φώτης Κοτρώτσος στον ρόλο του φτωχομπουγαδιάρη κι ονειροπόλου Φώντα που ψάχνει να βγάλει από τη μύγα ξύγκι κι ο Αιμίλιος Καλογερής σε εκείνον του σεμνού και λίγο αθώου μα οπωσδήποτε έντιμου Κόλια, που με τις ζωηρές, αδρές ερμηνείες τους απογειώνουν το έργο. Όχι, δεν υποκρίνονται, ερμηνεύουν, ταυτίζονται με αυτούς τους τύπους που θα βρούμε σε κάθε γωνιά της χώρας, στα καφενεία, στα ΚΤΕΛ και στις τράπεζες, είναι οι σύγχρονες μεταφορές του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη, μπολιασμένες με μπόλικο νεοελληνικό θράσος, με πηγαίο χιούμορ και με αρκετή υπερηφάνεια, ίσως και κάμποση βλακεία: ονειρεύονται πως αλλάζουν την ζωή τους ενώ την ίδια στιγμή βυθίζονται όλο και περισσότερο στο σκοτάδι. Κι εκεί είναι που το γέλιο, η διακωμώδηση του τραγικού έρχεται να τους (και μας) απελευθερώσει.

Αγώνας της Κρήτης (24/7/2017)

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Για την μουσικοποιητική παράσταση της Φένιας Χρήστου στα Χανιά και στο θέατρο Κυδωνία

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Το σπουδαιότερο είναι να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Και χωρίς να προσπαθούμε να ωραιοποιήσουμε διάφορες εικόνες και καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε ζητήματα αισθητικής και σε όσα αφορούν την τέχνη γενικότερα. Ένα το κρατούμενο. Δεύτερο κρατούμενο, είναι ότι δεν πρέπει να περιορίζουμε τα (συν)αισθήματά μας όταν θέλουμε να περιγράψουμε μια αισθητική και καλλιτεχνική εμπειρία που μας άγγιξε με χέρι αισθαντικό (ή και σκληρά ρομαντικό, αν θέλετε) και που μας αναζωογόνησε μέχρι τα βάθη της ψυχής μας – αυτά τα βάθη τα σκοτεινά και ανεξερεύνητα. Όταν μάλιστα δεν είμαστε επαγγελματίες γραφιάδες αλλά μόνο ερασιτέχνες, ενίοτε φλύαροι και οπωσδήποτε επιδειξιομανείς, έχουμε καθήκον θα έλεγα να συνδυάσουμε τα δύο παραπάνω κριτήρια και χωρίς ντροπή να αφήσουμε γυμνά στο χαρτί τα (συν)αισθήματά μας για να εκφράσουμε  αυτά που τέλος πάντων, θέλουμε να εκφράσουμε, με τη μεγαλύτερη αντικειμενικότητα. Είναι, ασφαλώς, μια ανορθόδοξη μέθοδος αλλά μπορεί να λειτουργήσει, αν το τολμήσουμε.

Έχουμε και λέμε λοιπόν, και με όλα τα παραπάνω ως οδηγό, πως όταν αποφάσισα να παρακολουθήσω την μουσικοποιητική παράσταση της Φένιας Χρήστου στα Χανιά και στο θέατρο Κυδωνία του Μιχάλη Βιρβιδάκη στις 16 Οκτωβρίου, δεν ήμουν στα καλά μου. Ω, ναι, μην ανησυχείτε όσοι με γνωρίζετε, συμβαίνει κι αυτό, ακόμα και σ’ εμένα. Ένας επίμονος πονοκέφαλος, μια ύπουλη, πιεστική, σχεδόν βίαιη προθεσμία που έληγε μέσα στο βράδυ της Κυριακής για ένα λογοτεχνικό κείμενο που έπρεπε να παραδοθεί μέχρι το βράδυ και φυσικά, με μια ακόμα πιο ύπουλη, γοητευτικά αισχρή φθινοπωρινή ίωση από αυτή που ταλαιπωρεί τους μισούς Χανιώτες, σκεφτόμουν πως θα ανταπεξέλθω ως θεατής και κοινωνός της προσπάθειας μιας καλλιτέχνιδας που μόνο εξ διαδικτυακής επαφής γνώριζα. Ακόμα και το γεμάτο φεγγάρι, πανσέληνος ή μήπως ένα φεγγάρι λίγο πριν γίνει πανσέληνος, ποιος ξέρει, δεν μπορούσε να με βοηθήσει στην κατάσταση που ήμουν. Όμως, η ίδια η δημιουργός ήταν αυτή που έδωσε λύση στο πρόβλημα μου – λύση δυναμική όπως η ίδια και η μουσική της.

Ένα ξεχωριστό βράδυ


Ήταν ένα βράδυ ξεχωριστό, εκείνο το βράδυ στο θέατρο Κυδωνία, όποιος/α δεν ήρθε έχασε και όσοι ήρθαν μάλλον πως θα ήθελαν και περισσότερα. Οι λέξεις, τα ποιήματα, οι εκφράσεις του έρωτα, της μοναξιάς, της ανάγκης για σωματική και ψυχική επικοινωνία, τα φώτα της νύχτας, το αλκοόλ (αχ, αυτό το αλκοόλ), γράμματα προς τεθνεώτες ποιητές και τα παράπονα των θνητών που χάνονται μέσα στην καθημερινή ανοησία και φυσικά, η μουσική, η καθαρή, γνήσια, αγνή μουσική σε τζαζ ρυθμούς, με ροκ και μπλουζ αίσθηση, κυριάρχησαν του προγράμματος δημιουργώντας μια κυριολεκτικά μυσταγωγική βραδιά. Αν και η κορυφαία στιγμή του προγράμματος, που εμένα προσωπικά μου θύμισε μια σύγχρονη Πυθία που τραγουδούσε «τα πάθη και τους καημούς του κόσμου», κερδίζοντας με ολοκληρωτικά, ήταν αυτή που η Φένια Χρήστου χωρίς συνοδεία μουσικού οργάνου προχώρησε σε μια σειρά τραγουδιστικών εξομολογήσεων (δεν ξέρω πως αλλιώς να τις περιγράψω, δεν έχω μουσικές γνώσεις, συγχωρέστε με) αναδεικνύοντας πως το σπουδαιότερο μουσικό όργανο είναι η ίδια η ανθρώπινη φωνή που πνοή δίνει στου έρωτα τα λόγια και στην ανάγκη μας για καλλιτεχνική έκφραση ανώτερη του συνηθισμένου και της καθημερινής, εμπορικής, ευτέλειας. Φυσικά, χρήσιμο και απαραίτητο είναι να αναφέρουμε και την υπέροχη σύμπραξη επί σκηνής της δημιουργού με τον ηθοποιό Μιχάλη Βιρβιδάκη όπου ερμήνευσαν υπό μορφή αναλογίου «Το γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη» του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Κώστα Κουτσουρέλη. Αλήθεια, όποιος δεν ένοιωσε εκείνη τη στιγμή να ταράζεται το μέσα του, δεν ξέρω και αν κατάλαβε τίποτα από ολόκληρη την βραδιά –  αν και για να είμαι ειλικρινής κι όπως παρατηρούσα τα πρόσωπα και τις εκφράσεις των θεατών στην παράσταση, όχι μόνο καταλάβαμε όλοι μας τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή αλλά και ταξιδέψαμε σε χώρους άγνωστους και πρωτόγνωρους, σε εμπειρίες αισθαντικές, που ψάχνουν τα τι και τα πώς της εποχής μας της δύστροπης.

Ναι, δεν συνηθίζω να το παραδέχομαι, ούτε καν σε φίλους και παρέες – το μειονέκτημα όταν είσαι άνθρωπος μοναχικός, αλλά ταξίδεψα, ταξιδέψαμε με τούτη την μουσικοποιητική παράσταση, δημιούργημα και παιδί της νέας μουσικού Φένιας Χρήστου, που επίσης περιείχε ένα πρόγραμμα που συνδύαζε αρμονικά επιλεγμένες συνθέσεις της από την μέχρι τώρα βραβευμένη πορεία της, τη νέα  δουλειά της από τον δίσκο που θα κυκλοφορήσει σύντομα (αρχές 2017), καθώς και μία επιλογή διασκευών της από τη διεθνή μουσική σκηνή μαζί μ’ ένα απάνθισμα μελοποιημένων ποιημάτων Χανιωτών ποιητών.

Φεύγοντας με τη λήξη της παράστασης ένοιωσα (και ήμουνα) θεραπευμένος. Αλήθεια, αυτός δεν είναι ο σκοπός της αληθινής τέχνης; Η θεραπεία ψυχής και σώματος! Ο πονοκέφαλος είχε φύγει, ακόμα κι αυτή η ίωση του… χανιώτικου αποκαλόκαιρου που με ταλαιπωρούσε είχε (και έχει τώρα που σας γράφω) κρυφτεί κάτω από την επίδραση της μουσικής της Φένιας Χρήστου. Δυστυχώς, όπως κάθε αχάριστος θεραπευμένος που κατά βάθος τον ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός του, επηρεασμένος κι από τον ενθουσιασμό της στιγμής, έφυγα από το θέατρο Κυδωνία – τι ντροπή Θεέ μου, χωρίς να κρατήσω το σαβουάρ βιβρ του καθωσπρέπει και ευγνώμονα θεατή, δηλαδή χωρίς να ευχαριστήσω τους συντελεστές της παράστασης, χωρίς να τους σφίξω το χέρι, για την εμπειρία και ναι, τη θεραπεία μου. Αυτό το κείμενο, είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να τους χαρίσω για ευχαριστώ.

Ώρα να κλείσω, λοιπόν. Καθήκον ενός γραφιά, είτε επαγγελματία, είτε ερασιτέχνη, οπωσδήποτε φλύαρου αλλά και σίγουρα επιδειξιομανή, είναι να ξέρει πότε να τελειώσει, όχι; Η προσωπική μου εξομολόγηση τελειώνει – μόνο εκείνο το κείμενο που εκκρεμεί αναρωτιέμαι πότε θα το παραδώσω…

Αγώνας της Κρήτης  (17/10/2016)

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Λαμπεντούζα, του Άντερς Λουστγκάρτεν: όταν το θέατρο παίρνει θέση στα ζητήματα της εποχής μας



Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Η Λαμπεντούζα είναι ιταλικό νησί που βρίσκεται μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας. Στην αρχαιότητα όπως και στον Μεσαίωνα υπήρξε ναυτικός κόμβος, σημαντικός ψαρότοπος, στρατιωτική βάση και οχυρό αλλά και τόπος εξορίας πολιτικών εξόριστων και κατάδικων κατά τη διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Στα νεότερα χρόνια υπήρξε βάση της αμερικάνικης ακτοφυλακής (1960), νατοϊκή βάση καθώς και αναπτυσσόμενο τουριστικό θέρετρο της Ιταλίας. Τα τελευταία χρόνια το νησί έγινε γνωστό ως τόπος που καταφθάνουν καραβιές προσφύγων από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα μετά από την βίαιη καταστολή των αραβικών επαναστάσεων και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους αλλά κι ως τόπος μαρτυρίου εφόσον πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες φθάνουν στις ακτές της Λαμπεντούζα ήδη πνιγμένοι αλλά και γιατί όσοι επιβιώσουν της κακοκαιρίας και των επιθέσεων του ιταλικού λιμενικού, φυλακίζονται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης της περιοχής. Λαμπεντούζα, λέγεται επίσης, και το θεατρικό έργο του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Άντερς Λουστγκάρτεν, που με αφορμή τα γεγονότα στο νησί και το σύγχρονο δράμα των προσφύγων επιχειρεί μία προσέγγιση του ζητήματος και όχι μόνο, τόσο με ένα ξεκάθαρο πολιτικό σχολιασμό, διεκδικώντας να μπει ένα οριστικό τέλος σε αυτό το έγκλημα, όσο και με μια ανθρώπινη ματιά που ξεσηκώνει οργή, μίσος και άλλα συναισθήματα.

   Το έργο, που παρουσιάζει τον τελευταίο μήνα στην πόλη μας η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη και το Θέατρο Κυδωνία, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη και σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Στους ρόλους του έργου έχουμε τον Μιχάλη Βιρβιδάκη και την Κατερίνα Μαντίλ όπου ερμηνεύουν τους χαρακτήρες του Ιταλού ψαρά Στέφανο και της μιγάδας Ντενίζ. Ο Στέφανο προέρχεται από μια οικογένεια πάππου προς πάππου Ιταλών ψαράδων. Όμως τον εικοστό πρώτο αιώνα τα δίχτυα του πιάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό : η δουλειά του τώρα είναι να ανασύρει τα σαπισμένα πτώματα των μεταναστών που πνίγονται στη Μεσόγειο. Παράλληλα, σε κάποια άθλια γωνιά της Μεγάλης Βρετανίας η Ντενίζ, μιγάς που εργάζεται ως εισπράχτορας σε κάποια τοκογλυφική επιχείρηση, καθώς γυρνά από πόρτα σε πόρτα για να μαζεύει τις καθυστερημένες δόσεις δανείων ακούγοντας κάθε είδους σχόλιο για τους μετανάστες, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της πιο απρόσμενης οικονομικής παρακμής στην «ευημερούσα» Ευρώπη του 2015. Ναι, το έργο δε περιορίζεται μόνο στο προσφυγικό ζήτημα. Ανατέμνει με αφάνταστη επιδεξιότητα και παρουσιάζει γυμνές στα μάτια (και την κρίση) του θεατή τις αιτίες που οδηγούν τους πρόσφυγες να αναζητήσουν σωτηρία στη φυγή, μακριά από τις χώρες τους που ο πόλεμος και η αντίδραση, η βίαιη εξαφάνιση κάθε στοιχείου ανθρωπιάς, αποτελούν πια ή ίσως να αποτελούν, τίποτα δεν είναι ποτέ οριστικό, μονόδρομο. Αλλά και η υποκρισία της πολιτισμένης Δύσης, ο κίβδηλος ανθρωπισμός των χορτάτων, η έξαρση του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας, η καπιταλιστική κρίση έχουν τη θέση τους στο έργο. Την πρώτη πλευρά περιγράφει ο Στέφανο, την δεύτερη η Ντενίζ. Μαζί αποτελούν μια τέλεια, κοινωνική και ψυχολογική παρουσίαση του σάπιου κόσμου στον οποίο έτυχε να γεννηθούμε αλλά που έχουμε απαράβατο καθήκον, να αλλάξουμε.

   Ο Άντερς Λουστγκάρτεν δεν μασάει τα λόγια του. Παίρνει θέση, θέση σταθερή στο πλευρό των αδικημένων, ξεβρακώνοντας κυριολεκτικά κάθε υποκρισία. Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την παράσταση. Μιλάει η Ντενίζ «Με φτύσανε σήμερα το πρωί στο λεωφορείο. Φλωράκια, από το ιδιωτικό μου φάνηκαν. Μέχρι προσφάτως δεν είχαν ακούσει τ’ αυτιά μου το «κινέζικο μουνί» και το «μαλακισμένη μετανάστρια» με τέτοια εκλεπτυσμένη προφορά. Τελευταία όμως τα ακούω όλο και πιο συχνά. Μικροαστοί που ταυτίζουν το ρατσισμό με την ελευθερία λόγου. Ξέρεις, όλοι αυτοί οι μαλακισμένοι με τα «Je suis Charlie» μπλουζάκια». Κι αλλού, πάλι η Ντενίζ, σχολιάζει ότι: «Οι μετανάστες δεν ξοδεύουν τις λιγοστές οικονομίες τους για να λαδώσουν τον ένα ή τον άλλο διακινητή, δεν αφήνουν πίσω τους όσους αγαπάνε, δεν παλεύουν με νύχια και με δόντια για μια θέση κάτω από τις ρόδες των τραίνων […] κι όλα αυτά για να ξαφρίσουν το Βρετανικό δημόσιο από εξήντα εφτά ψωρολίρες και σαράντα έξι πέννες επίδομα τη βδομάδα». Τα συμπεράσματα δικά σας…

   Είναι βέβαια πολλά ακόμα αυτά που έχει να γράψει κανείς για την Λαμπεντούζα του Λουστγκάρτεν και που δεν χωράνε μέσα σε λίγες λέξεις – θα περιοριστώ σε ένα μόνο. Το έργο δεν έχει χάππυ εντ, δεν τελειώνει με μια χαζοχαρούμενη σκηνή όπου όλα αντιμετωπίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη,όπως έχουμε δει αρκετές φορές σε διάφορες θεάματα της σειράς, και μετά όλα είναι μέλι-γάλα. Και πως αλλιώς, όταν τα προβλήματα παραμένουν. Αλλά το έργο είναι γεμάτο ελπίδα. Αυτή η ελπίδα έρχεται από τους απλούς ανθρώπους, τους Ιταλούς ψαράδες, τους Αφρικανούς πρόσφυγες, τους Πορτογάλους μετανάστες και τους Βρετανούς μιγάδες, που μέσα από τη μιζέρια καταφέρνουν να σπάσουν τα ψεύτικα δεσμά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από το κοινό συμφέρον τους και υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας και αγάπης – ναι, αγάπης – στους συνανθρώπους τους. Είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι που θα δώσουν τη λύση στα προβλήματα τους. Σ’ ένα ανάλογο σημείο καταλήγει ο Άντερς Λούστγκάρτεν. Ότι χρειάζεται να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό που πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο, κι αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα δύο πρόσωπα του έργου. Ο Στέφανο χωρίς την Ντενίζ θα ήταν γυμνός, και το ανάποδο. Το ίδιο και το έργο. Ελπίζει ο συγγραφέας πως τα συλλογικά φράγματα όλων μας, σύντομα θα καταρρεύσουν. Όπως σημειώνει στον πρόλογο του έργου του: «Το βασικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας, και που εμποτίζει και τις δύο ιστορίες του έργου, είναι τι μορφή θέλουμε να έχει η κοινωνία στην οποία ζούμε. Τίποτα από αυτά όμως, συνεχίζει, δεν συζητιέται. Αντίθετα, απλώς αφήνουμε τους ανθρώπους να πνίγονται». Αλλά για να ξεκινήσει η συζήτηση, και έχει ξεκινήσει μην ακούτε τι λένε τα καπιταλιστικά ΜΜΕ, χρειάζονται έργα όπως η «Λαμπεντούζα» αλλά και μαζική αντιρατσιστική, αντιφασιστική και ναι, γιατί όχι, αντικαπιταλιστική δράση – όμως αυτή είναι μία χρήσιμη συζήτηση που δεν έχει θέση σε αυτό το σημείωμα.

  Όσο για τους συντελεστές του έργου, ότι και να πει κανείς θα είναι λίγο. Οι ερμηνείες είναι συγκλονιστικές, τόσο από τον δωρικό, βαθειά συναισθηματικό Μιχάλη Βιρβιδακή (Στέφανο), όσο κι από την οργισμένη και ειρωνική Κατερίνα Μαντίλ (Ντενίζ). Αναδεικνύουν ότι το θέατρο, η τέχνη γενικότερα, είναι ένα πολύ σημαντικό παιδαγωγικό εργαλείο αλλά και ένα μέσο κοινωνικής αφύπνισης. Είναι επίσης ο θεματοφύλακας της ιστορίας, της κοινωνικής και πολιτιστικής μνήμης της ανθρώπινης ύπαρξης. Παίρνει θέση στα σημαντικά ζητήματα του καιρού μας κι εκφράζει αυτό που πολλοί θέλουν να εκφράσουν αλλά που η καθημερινή αλλοτρίωση δεν τους επιτρέπει. Όμως έχει κι άλλες δυνατότητες το θέατρο, που ούτε η ποίηση, ούτε η μουσική αρκετές φορές, δεν έχουν. Κι ο ηθοποιός είναι αυτός που ζωντανεύει μπροστά στο κοινό, το δράμα πολλών και ετερόκλητων ομάδων ανθρώπων, με τέτοιο τρόπο που ούτε τα ελεγχόμενα ΜΜΕ μπορούν (και ούτε θέλουν) να δείξουν αλλά πολλές φορές ούτε η ίδια η αντίληψή μας δεν επιτρέπει να καταλάβουμε. Γι’ αυτό και η εξουσία φοβάται το θέατρο και την ελεύθερη έκφραση, ψάχνοντας χίλιους τρόπους για να λογοκρίνει έργα και δημιουργούς.

   Ναι, η «Λαμπεντούζα» του Άντερς Λουστγκάρτεν στην διδασκαλία των συντελεστών του Θεάτρου Κυδωνία και της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη αποτελεί μια τεράστια εμπειρία ζωής, ένα φάρο φωτεινό, που φωτίζει τον δρόμο της απελευθέρωσης κι όχι τον δρόμο του μαρτυρίου και της καταστολής.

Όσοι/ες δεν το είδατε, σας το λέω, κάνατε ένα πολύ μεγάλο λάθος.

Χανιά, 23/01/2016

Αγώνας της Κρήτης