Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Το τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη, στο θέατρο Κυδωνία

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε το τελευταίο διάστημα στο θέατρο Κυδωνία και στον ειδικά διαμορφωμένο αίθριο χώρο του, την επίκαιρη και διαχρονική σάτιρα ηθών “Το τάβλι” του Δημήτρη Κεχαΐδη. Είναι ένα έργο γραμμένο το 1972 όπου μέσα από την γρήγορη και ρυθμική ανάπτυξη της ιστορίας καταγράφονται οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώθηκαν τόσο πριν τη Μεταπολίτευση, όσο κι αργότερα ενώ αναπτύσσεται, με τη βοήθεια της μουσικής, κι ένα σχόλιο κάπως ευρύτερο, αφοπλιστικό θα λέγαμε, για τις συνήθειες και τις αντιλήψεις που διέπουν τη ζωή του Νεοέλληνα.

Η ηττοπάθεια, η αμφισβήτηση της δυνατότητας του απλού ανθρώπου για δράση, το γρήγορο και αβίαστο κέρδος μέσα από τον σχεδιασμό ευφάνταστων σχεδίων που πάντα αποτυγχάνουν, η διεκδίκηση της κοινωνικής καταξίωσης, η υποτίμηση της δουλειάς, η μπαγαμποντιά και η πονηριά ως το ανώτατο στάδιο του ωχαδερφισμού, να ποιά είναι κάποια από τα θέματα που διαπραγματεύεται το έργο. Κι όλα αυτά, οι συγκρούσεις και οι ζυμώσεις, αναπτύσσονται γύρω από μία παρτίδα τάβλι αναδεικνύοντας αφενός τον κοινωνικό, διαδραστικό ρόλο του παιγνιδιού κι αφετέρου ότι οι προφυλάξεις που παίρνεις στο παιγνίδι για να μη σου πιάσουν τη… “μάνα” μπορεί να είναι αρκετές, όχι όμως κι όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα ή με επιχειρήματα που δοκιμάζουν τις αντοχές σου, τα όρια ή και τα όνειρα σου.


Επίσης, οι συζυγικές ή οι αδερφικές σχέσεις, η υποκρισία πίσω από την φαινομενική αγάπη κι εκτίμηση, η εργαλειοποίηση των ανθρώπων (των γυναικών, κυρίως) για την επίτευξη ανίερων σκοπών, η εκμετάλλευση της ανάγκης του αδύναμου κοινωνικά και οικονομικά για στέγη κι ένα πιάτο φαΐ, ο φόβος των άλλων (των φίλων στο καφενείο ή των γειτόνων) που μπορούν, θεωρητικά πάντα, να σε βλάψουν, είναι ακόμα κάποια από τα θέματα του έργου. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο που το συγκεκριμένο έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη παρουσιάζεται από αρκετές θεατρικές ομάδες ανά την επικράτεια το τελευταίο χρονικό διάστημα: μέσα σε μια περίοδο κρίσης που όλοι ψάχνουμε απαντήσεις για το τι και το πως, έρχεται αυτή η θεατρική κατάθεση ψυχής για να μας δώσει ένα μπούσουλα για περαιτέρω διερεύνηση των κοινωνικών, βαθειά πολιτικών και υπαρξιακών, εξελίξεων του σήμερα.

Αλλά καλό θα είναι ο θεατής ή ο αναγνώστης να μην περιμένει να βρει εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα του. Δεν είναι αυτός ο σκοπός του έργου. Ο Δημήτρης Κεχαΐδης ψυχαγωγεί το κοινό μέσα από το έργο του αλλά δεν κουνά το δάχτυλο, γνωρίζει πως η στείρα καταγγελία δεν διαπλάθει καλύτερους ανθρώπους αλλά ότι αντίθετα αποτελεί κι αυτή σύμπτωμα του ίδιου προβλήματος.


Κατ’ επέκταση, έχουμε την εντύπωση, αν όχι την πεποίθηση, πως η μεταφορά του έργου στη σκηνή κάτω από την σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Βιρβιδάκη αποδίδει στην εντέλεια το πνεύμα του έργου: τόσο χωροθετικά, όσο και νοηματικά. Η εντυπωσιακή διαμόρφωση του αίθριου χώρου του θεάτρου Κυδωνία σε μια αυλή, ενός μικρού λαϊκού σπιτιού σε κάποια αθηναϊκή συνοικία καθώς και η άμεση επαφή με τους ηθοποιούς, με τον λόγο και τα καμώματα τους, καθιστά κοινωνό τον θεατή όλης της πραγματικότητας που εξελίσσεται πάνω στην σκηνή. Η μουσική και τα λαϊκά τραγούδια που συνοδεύουν το έργο, ο εκφωνητής του πειρατικού ραδιοφώνου κι οι αφιερώσεις των ερωτευμένων ή πονεμένων ακροατών αποτελούν τη συνέχεια του Χορού του αρχαιοελληνικού θεάτρου: σχολιάζουν χωρίς να παρεμβαίνουν και αναδεικνύουν το πολυποίκιλο ή πολυσήμαντο, αν θέλετε, υπόβαθρο του έργου.

Όμως είναι οι ηθοποιοί, ο Φώτης Κοτρώτσος στον ρόλο του φτωχομπουγαδιάρη κι ονειροπόλου Φώντα που ψάχνει να βγάλει από τη μύγα ξύγκι κι ο Αιμίλιος Καλογερής σε εκείνον του σεμνού και λίγο αθώου μα οπωσδήποτε έντιμου Κόλια, που με τις ζωηρές, αδρές ερμηνείες τους απογειώνουν το έργο. Όχι, δεν υποκρίνονται, ερμηνεύουν, ταυτίζονται με αυτούς τους τύπους που θα βρούμε σε κάθε γωνιά της χώρας, στα καφενεία, στα ΚΤΕΛ και στις τράπεζες, είναι οι σύγχρονες μεταφορές του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη, μπολιασμένες με μπόλικο νεοελληνικό θράσος, με πηγαίο χιούμορ και με αρκετή υπερηφάνεια, ίσως και κάμποση βλακεία: ονειρεύονται πως αλλάζουν την ζωή τους ενώ την ίδια στιγμή βυθίζονται όλο και περισσότερο στο σκοτάδι. Κι εκεί είναι που το γέλιο, η διακωμώδηση του τραγικού έρχεται να τους (και μας) απελευθερώσει.

Αγώνας της Κρήτης (24/7/2017)

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Για την μουσικοποιητική παράσταση της Φένιας Χρήστου στα Χανιά και στο θέατρο Κυδωνία

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Το σπουδαιότερο είναι να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Και χωρίς να προσπαθούμε να ωραιοποιήσουμε διάφορες εικόνες και καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε ζητήματα αισθητικής και σε όσα αφορούν την τέχνη γενικότερα. Ένα το κρατούμενο. Δεύτερο κρατούμενο, είναι ότι δεν πρέπει να περιορίζουμε τα (συν)αισθήματά μας όταν θέλουμε να περιγράψουμε μια αισθητική και καλλιτεχνική εμπειρία που μας άγγιξε με χέρι αισθαντικό (ή και σκληρά ρομαντικό, αν θέλετε) και που μας αναζωογόνησε μέχρι τα βάθη της ψυχής μας – αυτά τα βάθη τα σκοτεινά και ανεξερεύνητα. Όταν μάλιστα δεν είμαστε επαγγελματίες γραφιάδες αλλά μόνο ερασιτέχνες, ενίοτε φλύαροι και οπωσδήποτε επιδειξιομανείς, έχουμε καθήκον θα έλεγα να συνδυάσουμε τα δύο παραπάνω κριτήρια και χωρίς ντροπή να αφήσουμε γυμνά στο χαρτί τα (συν)αισθήματά μας για να εκφράσουμε  αυτά που τέλος πάντων, θέλουμε να εκφράσουμε, με τη μεγαλύτερη αντικειμενικότητα. Είναι, ασφαλώς, μια ανορθόδοξη μέθοδος αλλά μπορεί να λειτουργήσει, αν το τολμήσουμε.

Έχουμε και λέμε λοιπόν, και με όλα τα παραπάνω ως οδηγό, πως όταν αποφάσισα να παρακολουθήσω την μουσικοποιητική παράσταση της Φένιας Χρήστου στα Χανιά και στο θέατρο Κυδωνία του Μιχάλη Βιρβιδάκη στις 16 Οκτωβρίου, δεν ήμουν στα καλά μου. Ω, ναι, μην ανησυχείτε όσοι με γνωρίζετε, συμβαίνει κι αυτό, ακόμα και σ’ εμένα. Ένας επίμονος πονοκέφαλος, μια ύπουλη, πιεστική, σχεδόν βίαιη προθεσμία που έληγε μέσα στο βράδυ της Κυριακής για ένα λογοτεχνικό κείμενο που έπρεπε να παραδοθεί μέχρι το βράδυ και φυσικά, με μια ακόμα πιο ύπουλη, γοητευτικά αισχρή φθινοπωρινή ίωση από αυτή που ταλαιπωρεί τους μισούς Χανιώτες, σκεφτόμουν πως θα ανταπεξέλθω ως θεατής και κοινωνός της προσπάθειας μιας καλλιτέχνιδας που μόνο εξ διαδικτυακής επαφής γνώριζα. Ακόμα και το γεμάτο φεγγάρι, πανσέληνος ή μήπως ένα φεγγάρι λίγο πριν γίνει πανσέληνος, ποιος ξέρει, δεν μπορούσε να με βοηθήσει στην κατάσταση που ήμουν. Όμως, η ίδια η δημιουργός ήταν αυτή που έδωσε λύση στο πρόβλημα μου – λύση δυναμική όπως η ίδια και η μουσική της.

Ένα ξεχωριστό βράδυ


Ήταν ένα βράδυ ξεχωριστό, εκείνο το βράδυ στο θέατρο Κυδωνία, όποιος/α δεν ήρθε έχασε και όσοι ήρθαν μάλλον πως θα ήθελαν και περισσότερα. Οι λέξεις, τα ποιήματα, οι εκφράσεις του έρωτα, της μοναξιάς, της ανάγκης για σωματική και ψυχική επικοινωνία, τα φώτα της νύχτας, το αλκοόλ (αχ, αυτό το αλκοόλ), γράμματα προς τεθνεώτες ποιητές και τα παράπονα των θνητών που χάνονται μέσα στην καθημερινή ανοησία και φυσικά, η μουσική, η καθαρή, γνήσια, αγνή μουσική σε τζαζ ρυθμούς, με ροκ και μπλουζ αίσθηση, κυριάρχησαν του προγράμματος δημιουργώντας μια κυριολεκτικά μυσταγωγική βραδιά. Αν και η κορυφαία στιγμή του προγράμματος, που εμένα προσωπικά μου θύμισε μια σύγχρονη Πυθία που τραγουδούσε «τα πάθη και τους καημούς του κόσμου», κερδίζοντας με ολοκληρωτικά, ήταν αυτή που η Φένια Χρήστου χωρίς συνοδεία μουσικού οργάνου προχώρησε σε μια σειρά τραγουδιστικών εξομολογήσεων (δεν ξέρω πως αλλιώς να τις περιγράψω, δεν έχω μουσικές γνώσεις, συγχωρέστε με) αναδεικνύοντας πως το σπουδαιότερο μουσικό όργανο είναι η ίδια η ανθρώπινη φωνή που πνοή δίνει στου έρωτα τα λόγια και στην ανάγκη μας για καλλιτεχνική έκφραση ανώτερη του συνηθισμένου και της καθημερινής, εμπορικής, ευτέλειας. Φυσικά, χρήσιμο και απαραίτητο είναι να αναφέρουμε και την υπέροχη σύμπραξη επί σκηνής της δημιουργού με τον ηθοποιό Μιχάλη Βιρβιδάκη όπου ερμήνευσαν υπό μορφή αναλογίου «Το γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη» του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Κώστα Κουτσουρέλη. Αλήθεια, όποιος δεν ένοιωσε εκείνη τη στιγμή να ταράζεται το μέσα του, δεν ξέρω και αν κατάλαβε τίποτα από ολόκληρη την βραδιά –  αν και για να είμαι ειλικρινής κι όπως παρατηρούσα τα πρόσωπα και τις εκφράσεις των θεατών στην παράσταση, όχι μόνο καταλάβαμε όλοι μας τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή αλλά και ταξιδέψαμε σε χώρους άγνωστους και πρωτόγνωρους, σε εμπειρίες αισθαντικές, που ψάχνουν τα τι και τα πώς της εποχής μας της δύστροπης.

Ναι, δεν συνηθίζω να το παραδέχομαι, ούτε καν σε φίλους και παρέες – το μειονέκτημα όταν είσαι άνθρωπος μοναχικός, αλλά ταξίδεψα, ταξιδέψαμε με τούτη την μουσικοποιητική παράσταση, δημιούργημα και παιδί της νέας μουσικού Φένιας Χρήστου, που επίσης περιείχε ένα πρόγραμμα που συνδύαζε αρμονικά επιλεγμένες συνθέσεις της από την μέχρι τώρα βραβευμένη πορεία της, τη νέα  δουλειά της από τον δίσκο που θα κυκλοφορήσει σύντομα (αρχές 2017), καθώς και μία επιλογή διασκευών της από τη διεθνή μουσική σκηνή μαζί μ’ ένα απάνθισμα μελοποιημένων ποιημάτων Χανιωτών ποιητών.

Φεύγοντας με τη λήξη της παράστασης ένοιωσα (και ήμουνα) θεραπευμένος. Αλήθεια, αυτός δεν είναι ο σκοπός της αληθινής τέχνης; Η θεραπεία ψυχής και σώματος! Ο πονοκέφαλος είχε φύγει, ακόμα κι αυτή η ίωση του… χανιώτικου αποκαλόκαιρου που με ταλαιπωρούσε είχε (και έχει τώρα που σας γράφω) κρυφτεί κάτω από την επίδραση της μουσικής της Φένιας Χρήστου. Δυστυχώς, όπως κάθε αχάριστος θεραπευμένος που κατά βάθος τον ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός του, επηρεασμένος κι από τον ενθουσιασμό της στιγμής, έφυγα από το θέατρο Κυδωνία – τι ντροπή Θεέ μου, χωρίς να κρατήσω το σαβουάρ βιβρ του καθωσπρέπει και ευγνώμονα θεατή, δηλαδή χωρίς να ευχαριστήσω τους συντελεστές της παράστασης, χωρίς να τους σφίξω το χέρι, για την εμπειρία και ναι, τη θεραπεία μου. Αυτό το κείμενο, είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να τους χαρίσω για ευχαριστώ.

Ώρα να κλείσω, λοιπόν. Καθήκον ενός γραφιά, είτε επαγγελματία, είτε ερασιτέχνη, οπωσδήποτε φλύαρου αλλά και σίγουρα επιδειξιομανή, είναι να ξέρει πότε να τελειώσει, όχι; Η προσωπική μου εξομολόγηση τελειώνει – μόνο εκείνο το κείμενο που εκκρεμεί αναρωτιέμαι πότε θα το παραδώσω…

Αγώνας της Κρήτης  (17/10/2016)