Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Γιάνης Κορδάτος: Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 (απόσπασμα, 1924)

 

Γράφει και επιμελείται ο Ειρηναίος Μαράκης

Στις μέρες που ο εθνικισμός και η πολεμοκαπηλία προσπαθούν να τραβήξουν το πολιτικό κλίμα και την συζήτηση προς τα (άκρο)δεξιά με προφανή στόχο να αποπροσανατολίσουν την εργαζόμενη πλειοψηφία από τα φλέγοντα ζητήματα της καθημερινότητας (που μέσα σε αυτά είναι και η εναντίωση στην κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών πολέμων, ξεκινώντας από την πολεμοκαπηλία της «δικής μας» αστικής τάξης), η πολιτική ενεργοποίηση προς την υπεράσπιση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και η μελέτη της ιστορίας, η οποία μπορεί να μας προετοιμάσει αλλά και να μας προϊδεάσει για τη συνέχεια, αποτελούν ύψιστο καθήκον για όλες και όλους που στρατεύονται προς αυτή την κατεύθυνση.

Στις συζητήσεις αυτών των ημερών και με αφορμή την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας βλέπουμε να επανέρχονται και οι πατριωτικοί-εθνικιστικοί μύθοι περί του προαιώνιου εχθρού, δηλαδή του Τούρκου, που πάντα επιβουλεύονταν την εδαφική μας ακεραιότητα, τα ιερά και τα όσια μας, την ελευθερία μας, αναφέροντας ως κορυφαία παραδείγματα την Άλωση της Κωνσταντινούπολης αλλά και την Ελληνική Επανάσταση του 1821, με σκοπό να αναπαράγουν μια ξεπερασμένη ιστορικά εικόνα, αυτή της μονίμως αμυνόμενης από τα αρχαία χρόνια «μικράς αλλ’ εντίμου Ελλάδος (1)»

Η συμβολή του μαρξιστή ιστορικού Γιάνη Κορδάτου

Ο Γιάνης Κορδάτος, αυτοδίδακτος αλλά πολυγραφότατος ιστορικός, ιδρυτικό στέλεχος της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος – Κομμουνιστικό ή ΣΕΚΕ(Κ) (1920), προκατόχου του ΚΚΕ, του οποίου διετέλεσε γενικός γραμματέας του (1920-1924) και διευθυντής του Ριζοσπάστη (1922-1924) ο οποίος αποχώρησε το 1927 από το ΚΚΕ διαφωνώντας διαφώνησε με τις θέσεις του κόμματος για την Μακεδονία, συνεχίζοντας ωστόσο να είναι κοντά στο ΚΚΕ (φυλακίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά) μας δίνει μια πρώτη σοβαρή ανάλυση για το τι συνέβη με το βιβλίο του «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821». Το επίσημο ελληνικό κράτος καθώς και η Ιερά Σύνοδος καταδίκασαν άμεσα το βιβλίο ενώ παράλληλα κατασκεύασαν και «μελέτες» για να αντικρούσουν τα συμπεράσματά του, εκφοβίζοντας τη νεολαία της εποχής ώστε να μη διαβάσει ο συγκεκριμένο έργο. Σύμφωνα με τον Κορδάτο, ο λόγος της δίωξης του ήταν ότι «πήρε ένα θέμα από τα σπουδαιότερα της Νεοελληνικής μας Ιστορίας και το εξήτασε με τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού.»

Ο Κορδάτος υποστηρίζει λοιπόν, ότι στην Ελλάδα, όπως και σε όλο τον κόσμο, «αυτό που λέμε έθνος σήμερα δεν υπήρχε…Το έθνος είναι φαινόμενο των νεώτερων χρόνων, ένα ιστορικό φαινόμενο που έχει την αφετηρία του στο τέλος του μεσαίωνα, όταν η φεουδαρχία άρχισε να κλονίζεται και η αστική τάξη άρχισε να ανεβαίνει». Σύμφωνα με τον Κορδάτο το 1821 ήταν μια αστική επανάσταση που έγινε με σημαία της το έθνος. Στα τέλη του 18ου αιώνα η ελληνική αστική τάξη είχε να επιδείξει σημαντικά βήματα. Οι έμποροι του «παροικιακού ελληνισμού» πλούτιζαν, οι εφοπλιστές έπαιζαν βασικό ρόλο στις εμπορικές μεταφορές και σε μια σειρά περιοχές άρχιζε να ανθίζει η βιοτεχνική παραγωγή ενώ κι η αγροτική οικονομία αρχίζει να συνδέεται με το εμπόριο. Αυτή η ανερχόμενη αστική τάξη, όπως και άλλες αντίστοιχες στον χώρο των Βαλκανίων, ασφυκτιούσαν στα δεσμά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μιας ιδιόμορφης φεουδαρχικής κοινωνίας – τους αρμούς της οποίας κατέτρωγαν σιγά σιγά οι καπιταλιστικές σχέσεις που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό της. Η οθωμανική διοικητική μηχανή με τον Σουλτάνο στην κορυφή της κρατούσε τα ηνία – μαζί με την Εκκλησία, το Πατριαρχείο, που ήταν θεσμός του οθωμανικού κράτους και σκληρός εκμεταλλευτής των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ είχε αφορίσει και τον Ρήγα Φεραίο αλλά και την επανάσταση του 1821. Και δεν ήταν μόνο η εκκλησία δίπλα στον Σουλτάνο. Γράφει πάλι ο Κορδάτος: «Δεν ήταν τόσο ο Τούρκος αγάς που ερχόταν σε επαφή με τον αγρότη, ούτε ο σούμπασης, ήταν ο χριστιανός προύχοντας και ο δεσπότης που, με το να είναι με την τουρκικήν εξουσίαν, με χίλιους δυο τρόπους έγδυναν τον ραγιά γεωργό και δουλευτή».

Στο σύντομο απόσπασμα που δημοσιεύουμε στη συνέχεια από το βιβλίο του Γιάνη Κορδάτου, μπορούμε να δούμε καθαρά ένα μικρό μέρος της επιστημονικής αποδόμησης των εθνικιστικών μύθων περί της απελευθέρωσης από τον προαιώνιο εχθρό και της κοινής πορείας πλουσίων και φτωχών προς την εθνική αναγέννηση.:

[…] «Αλλ’ εάν κατωρθώθη ο ελληνικός αγών να πάρει ένα τέλος και να ελευθερωθεί μία γωνία της Ελλάδος, ο εσωτερικό αγών έμεινε ημιτελής. Παρ’ όλον το σάρωμα της καποδιστριακής δικτατορίας και την δημοκρατικήν συνείδησιν της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, αι λεγόμεναι προστάτιδες δυνάμεις επέβαλαν εις τον καθημαγμένον ελληνικόν λαόν την μοναρχίαν. Χωρίς καν να ερωτηθεί ο ελληνικός λαός, αι τρεις δυνάμεις, με την πρωτοβουλίαν της Αγγλίας, έστειλαν εις την Ελλάδα τον νεαρόν πρίγκηπα της Βαυαρίας Όθωνα, ο οποίος ήτο γνωστός βλάξ. Και εις την περίστασιν αυτήν, η αγγλική πολιτική έδειξε όλην την αισχρότητά της. ο εν Ελλάδι διπλωματικός της αντιπρόσωπος Ντώκινς ήτο ο ουσιαστικός κυβερνήτης. Έργον του ήτο, όχι μόνον να εξουδετερώσει την ρωσικήν επιρροήν, αλλά και να εγκαινιάσει νέαν περίοδον απολυταρχίας.

»Ο ελληνικός λαός έπρεπε να μη σηκώσει κεφάλι. Ο λόρδος Πάλμερστον έβαλε τας βάσεις της πολιτικής του Φόρεϊν Όφφις απέναντι της Ελλάδος, που επί εκατό και παραπάνω χρόνια ακολουθείται πιστά από τους διαδόχους του. Η Ελλάς πρέπει να είναι συγκεκαλυμένον προτεκτοράτο της Αγγλίας και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Πρέπει να ευρίσκεται εις την κατάστασιν του ημιαποίκου. Έτσι, με την ηθικήν και υλικήν βοήθειαν του τσάρου, των Άγγλων πλουτοκρατών και των Γάλλων αντιδραστικών, οι Έλληνες τσιφλικάδες, αστοί και Φαναριώτες, που πήραν την εξουσίαν στα χέρια τους, όταν δημιουργήθηκε το μικρόν ελεύθερον Ελληνικόν Κράτος, όσο κι αν τσακώνονταν και τρώγονταν πάνω στο μοίρασμα της πολιτικής εξουσίας, όλην των την προσοχή και δραστηριότητα την εσυγκέντρωσαν εις το πώς μέσα εις το νέον βασίλειον θα κρατήσουν τας λαϊκάς μάζας υποχειρίους των, δια να μπορούν να τας καταπιέζουν και να τας εκμεταλλεύονται. Έτσι, ως τα σήμερα, εσυνεχίσθη η οικονομική υποδούλωσις και αποστράγγισις του λαού και την θέσιν των Τούρκων μπέηδων, αγάδων και πασάδων, την επήραν αυτοί, που είχαν γίνει το ίδιο όπως και οι Τούρκοι κατακτηταί, ληστές και γδύστες, μαζί με τους ξένους δανειστές μας. Από το 1823 ως τα τώρα το ξένον κεφάλαιον, έχοντας τοποτηρητάς και εντολοδόχους του εις την χώραν μας τους αστοτσιφλικάδες, εγύμνωσε κάθε ικμάδα του τόπου, ελήστευσε τον λαόν και έκράτησε την χώραν καθυστερημένην, δια να μπορεί να μας μεταχειρίζεται ως αποίκους.

»Όταν κανείς έχει υπ’ όψιν του το τί έγινε κατά το διάστημα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνος από την άρχουσα τάξιν και τί επηκολούθησεν κατόπιν, εξάγει το συμπέρασμα, που το επικυρώνουν τα αδιάψευστα γεγονότα, ότι η Επανάστασις του 1821 επροδόθη, όχι μόνον από τους κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες, αλλά και από τους αστούς. Αυτή είναι η μόνη ιστορική αλήθεια.»

Σημειώσεις:

  • Την παραπάνω φράση την εντοπίζουμε στην επιστολή του Γεωργίου Α. Βλάχου προς την Όλγα, χήρα του Γεωργίου Α΄, που επιστρέφει στην Ελλάδα τις παραμονές των (τότε) εκλογών (Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 1920):

Και επειδή εμεγαλύνθη η εθνική μας οικοδομή, διηρέθει το εσωτερικόν της εις Πρυτανείον και Δεσμωτήρια, εις αυθέντας και δούλους, εις διώκοντας και διωκόμενους, εις θύτας και θύματα. Και εκυριάρχησε υπό την στέγην της το ψεύδος και η συκοφαντία και η Αδικία και η Κλοπή και η Βία του ισχυρού κατά του αόπλου και η ιταμή των κρατούντων κατά της ελευθερίας των πολιτών επιβουλή.

Ω Συ. Η Οποία ωνειρεύθης, μαζί με τας περασμένας γενεάς, την Ελλάδα Μεγάλη, […], θα ησθάνθης κάποτε την βλάσφημον ευχήν «της μικρά αλλ’ εντίμου Ελλάδος»· θα ενοστάλγησες ίσως, όπως ημείς, την καλήν εποχήν, όπου τα σύνορά μας ήσαν στενά, αλλ’ απέραντος η αγάπη των Ελλήνων προς την Ελλάδα, κατά την οποίαν δεν εφθάναμεν εις τον Βόσπορον, αλλά δεν εδολοφονούμεθα εις τους δρόμους της πρωτευούσης, κατά την οποίαν ήτο μικρά η Ελλάς, αλλά πατρίς των Ελλήνων, και όχι μεγάλη, αλλά φέουδον ξενικόν …

(περισσότερα στο: http://axia-logou.blogspot.gr/2013/07/blog-post_8.html)

Το βιβλίο του Γιάνη Κορδάτου «Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821» μπορείτε να το διαβάσετε online στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.scribd.com/document/51403346/%CE%9A%CE%9F%CE%A1%CE%94%CE%91%CE%A4%CE%9F%CE%A3-%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3-%CE%97-%CE%9A%CE%9F%CE%99%CE%9D%CE%A9%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%97-%CE%A3%CE%97%CE%9C%CE%91%CE%A3%CE%99%CE%91-%CE%A4%CE%97%CE%A3

Αγώνας της Κρήτης (23/3/2018)

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Πορτρέτο: Μανώλης Αναγνωστάκης, το πολιτικό και υπαρξιακό αξεχώριστα

 

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης υπήρξε μοναδική περίπτωση υπαρξιακού και πολιτικού ποιητή. «Όρθιος και μόνος» όπως ο ίδιος έγραφε, έδωσε το στίγμα του ανάμεσα στις δύσκολες και επικίνδυνες εποχές των οικονομικών, ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του Ψυχρού, ενίοτε Θερμού, Πολέμου. Έζησε και δημιούργησε λοιπόν, σε εποχές έντονων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, ανάμεσα σε δύο κόσμους τόσο όμοιους και τόσο διαφορετικούς, που εκείνα τα χρόνια καθόριζαν την ίδια την ζωή, την ίδια την ύπαρξη ανθρώπων και κοινωνίας.

Ενταγμένος, χωρίς δική του επιλογή, στο περιθώριο του ενός από τους δύο κόσμους, αγωνιστής και ελεύθερος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Μη κανονικός άνθρωπος απέναντι, μέσα και παράλληλα σε ένα πλήθος μη κανονικών ανθρώπων, σώπασε όταν έκρινε ότι «η δημοκρατία έθρεψε νέες πολιτικές ελπίδες» κι η «μεταπολίτευση έκλεισε τις πληγές του εμφυλίου» (Γιάννης Βούλγαρης)

Στο σχόλιο που ακολουθεί θα ασχοληθούμε με μια πλευρά της ποίησης του, γνωρίζοντας ότι κι η παραμικρή αναφορά οφείλει να σεβαστεί τον άνθρωπο Αναγνωστάκη. Συμπερασματικά, αυτό που χρειάζεται να αναγνωρίσουμε είναι ότι ο ποιητής Αναγνωστάκης, ο πολιτικός και υπαρξιακός ποιητής αποτελεί μέρος της νεότερης κοινωνικής μας συνείδησης. Είναι εκπρόσωπος, με λίγα λόγια, εκπρόσωπος του συλλογικού πόνου της εποχής του και ένας φάρος για το τι πρέπει να προσέχουμε σήμερα όπου αντιμετωπίζουμε μια καινούργια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος τόσο βαθιά σαν της δεκαετίας του 1920 και του 1930.

Στο περιθώριο του αριστερού κόσμου

Δεν μπορούμε σε έναν υποτυπώδη και οπωσδήποτε πρόχειρο σχολιασμό για τον ποιητή να μην αναφέρουμε ότι ο Αναγνωστάκης υπήρξε ένας στρατευμένος αριστερός  και κοινωνικός ποιητής, όπως δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι στη περίπτωσή του το «στρατευμένος» δεν απηχεί τις όποιες γραφειοκρατικές απόψεις του πολιτικού γραφείου αλλά την έκφραση της αναγκαιότητας για την ανατροπή ενός σάπιου κόσμου – ουσία της σύγχρονης Αριστεράς και της εποχής μας – αλλά και απόψεις κριτικές ενάντια αυτών των πολιτικών που ακόμα και σήμερα, ιδίως σήμερα, αρνούνται την προοπτική της αλλαγής. Και αυτές οι πολιτικές δεν είναι άλλες από την επίμονη άρνηση της επαναστατικής προοπτικής και της ανατροπής του καπιταλισμού από τις πρώην χώρες του κρατικού καπιταλισμού (ΕΣΣΔ) που σε εμάς εκφράζονται, δυστυχώς μέχρι σήμερα, από το ΚΚΕ. Σημείο στο οποίο πρέπει να παρατηρήσουμε, άλλοι ομότεχνοί του υπέκυψαν (Ρίτσος) υποτιμώντας(;) τον εργατικό κόσμο που έδωσε και θυσιάστηκε για την επαναστατική προοπτική καθώς και την ιδιοφυία τους ως ποιητών.

Αντίθετα, ο Αναγνωστάκης, όπως και ο Τάσος Λειβαδίτης άλλωστε, ήταν από εκείνα τα πρόσωπα που η τότε κομματική ηγεμονία, αλλά ποτέ ηγεσία του χώρου, απέβαλε. Φυσικά ο ποιητής παρέμεινε ενταγμένος στην Αριστερά και στην υπόθεση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Αν και για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς στις εκτιμήσεις μας, ο χώρος που επέλεξε να στρατευθεί ο ποιητής στη συνέχεια, δηλαδή ως ευρωβουλευτής για το ΚΚΕ Εσωτερικού το 1984, αντί να δώσει ελπίδα και προοπτική στον κόσμο του αγώνα, οδήγησε με τη σειρά του, στην επαναφορά θέσεων συμβιβαστικών και εν τέλει υποτακτικών που οδήγησαν στην επιβολή πολιτικών που εναντιώνονταν ακριβώς σε αυτά που διεκδικούσε ο ποιητής και που συνεχίζονται σήμερα με ιδιαίτερη ένταση και ρυθμό από τον πολιτικό επίγονο του ΚΚΕ εσωτερικού, τον ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτή την τροπή των πραγμάτων, καθορίστηκε σε ένα βαθμό η τόσο γνώριμη ποιητική ταυτότητα του Μανώλη Αναγνωστάκη, τόσο ώστε στην ποίηση του να βρίσκουμε και αισιόδοξα μηνύματα αλλά κυρίως την έκφραση μιας πολύ χαρακτηριστικής πολιτικής και υπαρξιακής μελαγχολίας, που αργότερα οδήγησε στην ειρωνεία και στον σαρκασμό δημιουργώντας την έτερη ποιητική ταυτότητα του ποιητή, τον Μανούσο Φάσση και στην παραίτηση, στον αναχωρητισμό, στην σιωπή. Το ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο είναι ότι ενώ οι ποιητές που ανδρώθηκαν μέσα στον Εμφύλιο και στους μεταπολεμικούς αγώνες της ντόπιας εργατικής τάξης κατέληξαν να αντιμετωπίζουν κριτικά και αποστασιοποιημένα το πρόσφατο παρελθόν, όπως κάνει κι ο Ρίτσος στην ποιητική συλλογή του  «Υπερώον», την ίδια στιγμή που οι αγώνες του εργατικού και κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα περνούσαν σε μια νέα φάση! Παράλληλα, ο ποιητής κατάφερε ακόμα να αφομοιώσει τα μοντερνιστικά ρεύματα (όπου μοντερνισμός σημαίνει απαίτηση για εξήγηση και αλλαγή του κόσμου μας) και να μπολιάσει την ποίηση μας με την σύγχρονη υπαρξιακή αναγκαιότητα συνδυάζοντας την με την «ειρωνεία του Καβάφη και την σαρκαστική διάθεση του Καρυωτάκη» (Ευριπίδης Γαραντούδης).

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, είναι μια ξεκάθαρη ποιητική παρουσία, που όχι μόνο συμπυκνώνει τις πιο σημαντικές ιστορικές και κοινωνικές μαρτυρίες του στιγματισμένου ελληνικού κοινωνικού χώρου αλλά που εξυπηρετεί την ανάγκη μας για λογοτεχνία πέρα «απ’ τις γραμμές των οριζόντων».

Επίλογος

Κλείνοντας έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η σύγχρονη Αριστερά (και η ρεφορμιστική και κυρίως, η επαναστατική) αν θέλει να οργανώσει τις μάχες μέχρι τέλους δεν θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να θυσιάσει καμία δυνατότητα ανατροπής για χάρη κάποιας κοντόφθαλμης ανάλυσης που θα φέρει το εργατικό κίνημα πίσω από τις ανάγκες και τις κατακτήσεις του. Αυτός ο κίνδυνος, σήμερα, στο σωτήριο έτος 2018, είναι πιο έντονη από ποτέ. Ακριβώς ένα πισωγύρισμα θα σημάνει πιθανή ήττα κι αυτό συνεπάγεται διωγμούς αγωνιστών, απογοήτευση, επικράτηση των δυνάμεων της αντίδρασης και του κεφαλαίου. Κι αυτό, γιατί μέσα σε όλες τις ανάγκες μας, υπάρχει άλλη μία, που μοιάζει αμελητέα αλλά είναι τόσο σημαντική: οι ποιητές μας και οι άνθρωποι της τάξης μας να δημιουργούν μέσα σε καθεστώς ελευθερίας και όχι μέσα σε κλίμα φόβου.

Ο Αναγνωστάκης κι η γενιά του ελπίζω να είναι οι τελευταίοι που έζησαν μια τέτοια περίοδο ήττας και αυταπατών. Στο χέρι μας είναι να αλλάξουμε τον κόσμο και την πορεία μας. Θα το τολμήσουμε;

Αγώνας της Κρήτης  (9/3/2018)