Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Μαϊκ Μπάρτλετ: “Χιονονιφάδα” – Μια επίκαιρη και διδακτική χριστουγεννιάτικη ιστορία από την Αγγλία του Brexit (στο Θέατρο Κυδωνία)

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Θα ξεκινήσω το σημείωμα μου με αυτό. Η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη και το Θέατρο Κυδωνία αποτελούν μια όαση στα θεατρικά και πολιτιστικά πράγματα της πόλης μας (Χανιά). Αλλά είναι και κάτι περισσότερο, καθώς αναζητώντας σύγχρονα θεατρικά έργα που βρίσκονται στην αιχμή των εξελίξεων στην Ευρώπη και στον κόσμο γενικότερα (Λαμπεντούζα, Κατεστραμμένο Δωμάτιο, Άγγελέ μου, κ.α.) η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη καταφέρνει να χτίζει ένα πιστό θεατρικό κοινό που δεν αμελεί με τη σειρά του να στηρίζει και να ενισχύει τις επιλογές της είτε είναι θεατρικές παραστάσεις, πάντα πρωτότυπες και άκρως ενδιαφέρουσες, είτε άλλου τύπου πολιτιστικές εκδηλώσεις. Με τη σειρά της πάλι, συνεχίζει να μας παρουσιάζει έργα αιχμής που προβληματίζουν αλλά και ψυχαγωγούν τον θεατή χωρίς να γίνονται αισθητικές ή ιδεολογικές παραχωρήσεις και ευκολίες.

Ένα τέτοιο έργο αιχμής αποτελεί και η χριστουγεννιάτικη παράσταση “Χιονονιφάδα” (Snowflake, 2018) του Μαϊκ Μπάρτλετ που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες, σε πρώτη πανελλαδική προβολή στην πόλη μας, στο Θέατρο Κυδωνία σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη. Έξυπνο, βαθιά συγκινητικό αλλά και με διακριτό χιούμορ είναι ένα έργο που έχει πράγματα να μας πει αλλά κυρίως να διδάξει: για το χάσμα των γενεών που είναι ένα πολύμορφο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χάσμα, για τη σχέση γονιών και παιδιών και για τις απαιτήσεις -σωστές ή λανθασμένες- που μπορεί να έχει ένας πατέρας για το παιδί του κι αντίστροφα, για την επιρροή της τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για την Αγγλία του Brexit. Γενικότερα, η “Χιονονιφάδα” ανοίγει ζητήματα που μας απασχολούν κι εδώ, στη χώρα μας, αλλά δεν είναι ένα βαρύ έργο. Δεν χρειάζεται να είναι. Ούτε είναι ένα ανάλαφρο έργο όπως οι συνηθισμένες αμερικάνικες ή/και βρετανικές κομεντί με τις οποίες μας βομβαρδίζει τέτοιες γιορτινές μέρες η τηλεόραση όπου εξαφανίζεται κάθε κοινωνική αιχμή για να ειπωθούν στεγνές κι ανούσιες ιστορίες, με εύκολη, σχεδόν ηλίθια, επίκληση στο συναίσθημα όπου το μόνο που χρησιμεύουν είναι για να περάσει κάποιος την ώρα του, λαμβάνοντας όμως όλα τα λάθος μηνύματα. Στη “Χιονιφάδα” συμβαίνει το αντίθετο, ίσως και κάτι περισσότερο, καθώς από τη μία πλευρά αναδεικνύεται ότι οι προσωπικές μας επιλογές δεν μένουν ανεπηρέαστες από την ευρύτερη συγκυρία και από την άλλη ότι ένας μικρός συμβιβασμός ίσως είναι αναγκαίος μεταξύ δύο αντιμαχόμενων(;) πλευρών που αναγνωρίζουν πως τους ενώνουν πολλά περισσότερα από όσα τους χωρίζουν.

υπόθεση του έργου είναι απλή, στα χέρια ενός άλλου δημιουργού θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια από τις ανούσιες κομεντί που αναφέρω πιο πάνω, αλλά ουσιαστική. Η πρώτη πράξη ξεκινάει με ένα μονόλογο, όπου παρουσιάζεται ο Άντυ ένας μεσήλικας που του αρέσουν τα τηλεοπτικά προγράμματα παλαιότερων εποχών. Η γυναίκα του έχει πεθάνει από μια ανίατη αρρώστια πριν χρόνια και η κόρη του έχει φύγει από το σπίτι στα δεκαοκτώ της, χωρίς να εξηγήσει ποτέ το λόγο. Από τότε έχουν περάσει δύο χρόνια και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Φέτος, όμως, ο Άντυ μαθαίνει πως κάποιοι την είδαν στα πέριξ κι ελπίζει πως η κόρη του (Μάγια) θα γυρίσει σπίτι τα Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Νοικιάζει απ’ την κοινότητα τον χώρο εκδηλώσεων, τον στολίζει γιορταστικά και την περιμένει να φανεί. Και ενώ ως πατέρας προσπαθεί να φανταστεί τους λόγους που την έκαναν να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της, εκφράζοντας ταυτόχρονα τις δικές του κοινωνικές απόψεις, που είναι χαρακτηριστικές ανθρώπου κάποιας ηλικίας, με όλες τις προκαταλήψεις, αλλά και τη σοφία της γενιάς του, ένα άγνωστο κορίτσι (Νάταλι), που είναι ακριβώς στην ηλικία της κόρης του, εμφανίζεται στην αίθουσα. Σ’ αυτό το σημείο ξεκινάει η δεύτερη πράξη όπου ο καθένας από τους συντελεστές έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του φαντάσματα των Χριστουγέννων… Ίσως το μεγαλύτερο φάντασμα απ’ όλα, και στη δεδομένη στιγμή, να είναι το ίδιο το Brexit που στο έργο του Μαϊκ Μπάρτλετ παρουσιάζεται ως επιλογή των παλιότερων γενιών, την ίδια ώρα που η απελευθερωμένη νεολαία επιλέγει την Ευρωπαϊκή Ένωση. (Είναι έτσι όμως; Θα έλεγα, ότι σε ένα βαθμό, ισχύει μάλλον το αντίθετο. Δηλαδή ότι η ΕΕ δεν αποτελεί ένα πρότυπο απελευθέρωσης αλλά ένα καταπιεστικό μηχανισμό κι ότι το Brexit δεν ήταν μια επιλογή αποκλειστικά των παλιότερων γενιών, είναι μια πιο σύνθετη ιστορία. Αλλά δεν θα επεκταθώ).

Συμπερασματικά, η “Χιονιφάδα” είναι μία θεατρική παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσεις. Ίσως σε κάποιο σημείο οι πρωταγωνιστές της να σου φανούν μονόπλευροι, χωρίς περιθώρια ελιγμών, αλλά δεν είναι. Βαθύτεροι πόνοι κι ανησυχίες τους διακατέχουν ή/και τους κατατρέχουν, αλλά γνωρίζουν κατά βάθος ότι χρειάζεται να επικοινωνήσουν ο ένας με τον άλλο, βάζοντας στην άκρη τον εγωισμό τους, ώστε να δεχτούν να αλλάξουν και να αλλάξουν τις κλειδωμένες καρδιές τους για να πάνε μπροστά. Σίγουρα, σε κάποιο άλλο σημείο θα ταυτιστείς με τους ήρωες ή τουλάχιστον με κάποιες θέσεις ή συνήθειες τους και θα καταλάβεις ότι για να αποφεύγονται οι διαπροσωπικές συγκρούσεις χρειάζεται ο διάλογος και η επικοινωνία αντί της απομόνωσης, της φυγής ή και της επιβολής της γνώμης σου πάνω στον άλλο. Και οπωσδήποτε θα προβληματιστείς με όλα τα παραπάνω. Αλήθεια, τι θα έκανες εσύ σε μια τέτοια περίπτωση; Πως θα την αντιμετώπιζες; Με αυτές ακριβώς τις σκέψεις έφυγα από την παράσταση.

Αυτή είναι και η σημαντικότερη συνεισφορά του έργου. Κι ο Μαϊκ Μπάρτλετ το καταφέρνει αυτό με μαστοριά, όπως το κάνουν κι οι συντελεστές της ελληνικής απόδοσης της “Χιονονιφάδας”. Χαίρεσαι να βλέπεις τον έμπειρο Μιχάλη Βιρβιδάκη στον ρόλο του μεσήλικα Άντυ που αγωνίζεται να βρει διέξοδο στην αγωνία του ως πατέρας και μπροστά σ’ ένα κόσμο που αλλάζει, χαίρεσαι με την μαχητική Μαρία Γιαννικάκη στον ρόλο της εξεγερμένης κι απόλυτα συνειδητοποιημένης για την ταυτότητας της Μαρίας που αποζητά την πατρική αναγνώριση και τον σεβασμό, απολαμβάνεις την εμπνευστική Έβελιν Σαγώνα ως Νάταλι που αγωνίζεται και καταφέρνει όχι απλώς να ενώσει ξανά τον πατέρα με την κόρη κι αντίστροφα αλλά που φέρνει παράλληλα το φως και μια άλλη ποιότητα σε μια ταραγμένη σχέση.Η επιλογή του ονόματος της ηρωίδας, του σημαντικότερου προσώπου του έργου, δεν είναι τυχαία. Η ουσιαστική παρέμβαση της στην “Χιονονιφάδα” το αποδεικνύει. (Για τους πιο υποψιασμένους, το ίδιο το όνομα της που έχει λατινική ρίζα αποκαλύπτει και τον ρόλο της σ’ αυτό το δράμα. Υπενθυμίζω λοιπόν, ότι κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του “αηττήτου ηλίου” στις 25 Δεκεμβρίου, γνωστή ως Dies Natalis Solis Invicti, γιορταζόταν στην αρχαία Ρώμη, το γεγονός της τροπής του ηλίου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό κι έτσι οι ημέρες να γίνονται όλο και πιο μεγάλες).

Θα κλείσω εδώ αυτό το σημείωμα. Για εσένα που δεν πρόλαβες να παρακολουθήσεις αυτή τη χριστουγεννιάτικη ιστορία υπάρχει ακόμα καιρός. Θα το δεις, θα βγεις πολλαπλά ωφελημένος στη συνέχεια.

Αγώνας της Κρήτης  (3/1/2020)

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Για «Τα 700 ονόματα του Θεού» του Μάριου Σπηλιόπουλου

 

Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

«Κατασκευάζω μία αρχετυπική εκκλησία, με ανθεκτική πρώτη ύλη την ονοματοθεσία -τα Θεωνύμια-, τα 700 ονόματα του Θεού, που συνάθροισε από το σύνολο της ελληνικής γραμματολογίας ο Αυτοκράτορας της Νικαίας Θεόδωρος Β΄Δούκας Λάσκαρις το 1254. Η θάλασσα στον τοίχο απέναντι απ΄ την είσοδο με το ανάστροφο κύμα, ρουφάει τα χρησιμοποιημένα παπούτσια των κατοίκων της πόλης, ενώ το αναμμένο καντήλι στο κέντρο της καλεί τους θεατές στα πίσω από την οθόνη «επέκεινα». Τα βασανισμένα αυτά παπούτσια στο δάπεδο είναι τα χειροποίητα ίχνη του πεπερασμένου και του φθαρτού στην αιωνιότητα.»

Μάριος Σπηλιόπουλος

Η εικαστική σύνθεση/εγκατάσταση «Τα 700 ονόματα του Θεού» του Μάριου Σπηλιόπουλου αποτελεί ένα έργο υψηλής τέχνης, βαθειά θρησκευτικό και κατανυκτικό αλλά και ένα έργο γνήσια ανθρώπινο. Η κεντρική ιδέα του έργου προέρχεται από τις 700 προσφωνήσεις προς τον Θεό που συγκέντρωσε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης το 1254. Στην πρωταρχική του μορφή εκτέθηκε το 2002 στο ΕΜΣΤ μαζί με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες — Δ. Αληθεινός, M. Βαϊόλα, Σ. Νεσάτ, B. Ζαχάροφ κ.ά. στα πλαίσια της έκθεσης «Θεολογίες Σύνοψις 2».

Είναι μια εγκατάσταση προσαρμοσμένη στον χώρο του μνημείου Γιαλί Τζαμί (μουσουλμανικό τέμενος στο Ενετικό Λιμάνι των Χανίων) — χώρο αφιερωμένο στην λατρεία του θείου που αναδεικνύει ότι οι διαφορές μεταξύ των διάφορων θρησκειών είναι πολύ λιγότερες και σχεδόν ασήμαντες μπροστά στα κοινά τους χαρακτηριστικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα διάφορα θρησκευτικά συστήματα/δόγματα, είναι δημιουργήματα ανθρώπων κι όχι μιας κάποιας αόρατης δύναμης (που δεν υπάρχει) και που επηρεάζονται από τις υλικές συνθήκες κάθε εποχής και που παράλληλα επηρεάζουν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Σε επιλεγμένα σημεία είναι γραμμένα τα θεωνύμια: o παναίτιος, o κυριοκράτωρ, o κηδεμών, ο ψυχοτερπής, η αρχή της σοφίας κ.ά. – δηλαδή τα ονόματα, οι χαρακτηρισμοί και οι ιδιότητες του Θεού που έδωσαν οι άνθρωποι για να περιγράψουν τα φυσικά φαινόμενα αλλά και για να χτίσουν, κυρίως, μια ηθική ιδεολογία που θα στηρίζει τους ανθρώπους του μόχθου αλλά, γιατί όχι, της εξουσίας απέναντι τα καθημερινά προβλήματα. Φυσικά, η εξουσία (από τα χρόνια των Φαραώ μέχρι τη σημερινή καπιταλιστική εξουσία) χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ακόμα αυτή την… ηθική ιδεολογία για να επιβάλλει το συμφέρον της και για να εκμεταλλευτεί τις ανάγκες ή και την άγνοια του ευρύτερου συνόλου σε διάφορα ζητήματα.

Στον τοίχο σε μεγάλη επιφάνεια υπάρχει βιντεοπροβολή όπου προβάλλεται μια θάλασσα με ορίζοντα, που το κύμα δεν σκάει στην όχθη αλλά που επιστρέφει στην αρχική της θέση, στην πηγή από όπου προέρχεται η δύναμή της. Στο κέντρο της θάλασσας, ανάμεσα στα κύματα, υπάρχει μια φλογίτσα από αναμμένο καντήλι, που μπορεί να συμβολίζει τον Θεό ως ένα δρόμο που οδηγεί στη σωτηρία από κάθε «κακό» ή και στην αρχαιοελληνική κάθαρση, που μπορεί να είναι η αίσθηση της ελπίδας που υπάρχει — θέλουμε να πιστεύουμε για να μην πούμε πως είμαστε σίγουροι — μέσα σε κάθε άνθρωπο ή και να είναι η αντανάκλαση της καθ’ όλα υπαρκτής ανάγκης για μια ζωή ελεύθερη από κοινωνικά και άλλα δεσμά. Η συνύπαρξη της φλόγας του καντηλιού μάλιστα με την τρικυμιώδη θάλασσα, που αποτελεί τον δρόμο προς τη σωτηρία ή και προς τον θάνατο, χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στις μέρες μας, δημιουργεί αισθήματα και σκέψεις στον παρατηρητή που υπερβαίνουν τα όρια της επιβεβλημένης λογικής. Ή τουλάχιστον αυτό φαίνεται να προσπαθεί να μας δώσει αυτή η εικόνα, άσχετα εάν αυτή η δυνατότητα είναι ή δεν είναι μέσα στους σκοπούς του καλλιτέχνη. Αλλά, όπως επίσης γνωρίζουμε, η σπουδαία τέχνη έχει τη δυνατότητα να «εξαφανίζει» τον δημιουργό της και να καλλιεργεί νέα πεδία σκέψης και παρέμβασης. Από αυτό το πρίσμα «Τα 700 ονόματα του Θεού» κρίνονται απόλυτα επιτυχημένα ως εγχείρημα αλλά κι ως ένα έργο πλέρια κοινωνικό με σαφείς αντιρατσιστικές αιχμές που όμως δεν πολιτικολογεί στον αέρα, ούτε αποτελεί ένα στείρο πολιτικό μανιφέστο χωρίς αντίκρισμα.

Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε, ότι εκατοντάδες ζευγάρια παπούτσια, που δώρισαν κάτοικοι των Χανίων, ύστερα από ανοιχτό κάλεσμα της Δημοτικής Πινακοθήκης, οδηγούν στην είσοδο του ιστορικού και συγκινησιακά φορτισμένου μνημείου – από αυτή την θέση το έργο του Μάριου Σπηλιόπουλου αναδεικνύεται και ως ένα, μπορούμε να πούμε, συλλογικό έργο. Στον προθάλαμο, ο επισκέπτης συναντάει τα πράγματι 700 ονόματα του Θεού, τυπωμένα με μπλε χρώμα, μέσα σε μια αψιδωτή εσοχή, ενώ το πάτωμα είναι καλυμμένο από άμμο, με μερικά ζευγάρια παπούτσια να χάνονται μέσα στην αψίδα με τα ονόματα ενώ ο δημιουργός απαγγέλει τα θεωνύμια. Η ίδια η συγκέντρωση των θεωνυμίων και η απαγγελία τους δημιουργούν ένα πρώτης τάξεως ποιητικό έργο που μπορεί να σταθεί επάξια και μόνο του – και θα παρακαλούσαμε όσοι επισκεφθείτε την συγκεκριμένη εγκατάσταση να αφήσετε να ολοκληρωθεί η απαγγελία. Το μυστικό σε αυτό το σημείο είναι να αδειάσετε τελείως από το άγχος του χρόνου και να ανακαλύψετε από την αρχή τη δυνατότητα της τέχνης να παράγει σκέψη αλλά και συναισθήματα.

Info
Γιαλί Τζαμί, Χανιά. Καθημερινά, 11.00 – 23.00. Έως 25 Σεπτεμβρίου.

Αγώνας της Κρήτης  (16/9/2016)