Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Για την μουσικοποιητική παράσταση της Φένιας Χρήστου στα Χανιά και στο θέατρο Κυδωνία

 


Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Το σπουδαιότερο είναι να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Και χωρίς να προσπαθούμε να ωραιοποιήσουμε διάφορες εικόνες και καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε ζητήματα αισθητικής και σε όσα αφορούν την τέχνη γενικότερα. Ένα το κρατούμενο. Δεύτερο κρατούμενο, είναι ότι δεν πρέπει να περιορίζουμε τα (συν)αισθήματά μας όταν θέλουμε να περιγράψουμε μια αισθητική και καλλιτεχνική εμπειρία που μας άγγιξε με χέρι αισθαντικό (ή και σκληρά ρομαντικό, αν θέλετε) και που μας αναζωογόνησε μέχρι τα βάθη της ψυχής μας – αυτά τα βάθη τα σκοτεινά και ανεξερεύνητα. Όταν μάλιστα δεν είμαστε επαγγελματίες γραφιάδες αλλά μόνο ερασιτέχνες, ενίοτε φλύαροι και οπωσδήποτε επιδειξιομανείς, έχουμε καθήκον θα έλεγα να συνδυάσουμε τα δύο παραπάνω κριτήρια και χωρίς ντροπή να αφήσουμε γυμνά στο χαρτί τα (συν)αισθήματά μας για να εκφράσουμε  αυτά που τέλος πάντων, θέλουμε να εκφράσουμε, με τη μεγαλύτερη αντικειμενικότητα. Είναι, ασφαλώς, μια ανορθόδοξη μέθοδος αλλά μπορεί να λειτουργήσει, αν το τολμήσουμε.

Έχουμε και λέμε λοιπόν, και με όλα τα παραπάνω ως οδηγό, πως όταν αποφάσισα να παρακολουθήσω την μουσικοποιητική παράσταση της Φένιας Χρήστου στα Χανιά και στο θέατρο Κυδωνία του Μιχάλη Βιρβιδάκη στις 16 Οκτωβρίου, δεν ήμουν στα καλά μου. Ω, ναι, μην ανησυχείτε όσοι με γνωρίζετε, συμβαίνει κι αυτό, ακόμα και σ’ εμένα. Ένας επίμονος πονοκέφαλος, μια ύπουλη, πιεστική, σχεδόν βίαιη προθεσμία που έληγε μέσα στο βράδυ της Κυριακής για ένα λογοτεχνικό κείμενο που έπρεπε να παραδοθεί μέχρι το βράδυ και φυσικά, με μια ακόμα πιο ύπουλη, γοητευτικά αισχρή φθινοπωρινή ίωση από αυτή που ταλαιπωρεί τους μισούς Χανιώτες, σκεφτόμουν πως θα ανταπεξέλθω ως θεατής και κοινωνός της προσπάθειας μιας καλλιτέχνιδας που μόνο εξ διαδικτυακής επαφής γνώριζα. Ακόμα και το γεμάτο φεγγάρι, πανσέληνος ή μήπως ένα φεγγάρι λίγο πριν γίνει πανσέληνος, ποιος ξέρει, δεν μπορούσε να με βοηθήσει στην κατάσταση που ήμουν. Όμως, η ίδια η δημιουργός ήταν αυτή που έδωσε λύση στο πρόβλημα μου – λύση δυναμική όπως η ίδια και η μουσική της.

Ένα ξεχωριστό βράδυ


Ήταν ένα βράδυ ξεχωριστό, εκείνο το βράδυ στο θέατρο Κυδωνία, όποιος/α δεν ήρθε έχασε και όσοι ήρθαν μάλλον πως θα ήθελαν και περισσότερα. Οι λέξεις, τα ποιήματα, οι εκφράσεις του έρωτα, της μοναξιάς, της ανάγκης για σωματική και ψυχική επικοινωνία, τα φώτα της νύχτας, το αλκοόλ (αχ, αυτό το αλκοόλ), γράμματα προς τεθνεώτες ποιητές και τα παράπονα των θνητών που χάνονται μέσα στην καθημερινή ανοησία και φυσικά, η μουσική, η καθαρή, γνήσια, αγνή μουσική σε τζαζ ρυθμούς, με ροκ και μπλουζ αίσθηση, κυριάρχησαν του προγράμματος δημιουργώντας μια κυριολεκτικά μυσταγωγική βραδιά. Αν και η κορυφαία στιγμή του προγράμματος, που εμένα προσωπικά μου θύμισε μια σύγχρονη Πυθία που τραγουδούσε «τα πάθη και τους καημούς του κόσμου», κερδίζοντας με ολοκληρωτικά, ήταν αυτή που η Φένια Χρήστου χωρίς συνοδεία μουσικού οργάνου προχώρησε σε μια σειρά τραγουδιστικών εξομολογήσεων (δεν ξέρω πως αλλιώς να τις περιγράψω, δεν έχω μουσικές γνώσεις, συγχωρέστε με) αναδεικνύοντας πως το σπουδαιότερο μουσικό όργανο είναι η ίδια η ανθρώπινη φωνή που πνοή δίνει στου έρωτα τα λόγια και στην ανάγκη μας για καλλιτεχνική έκφραση ανώτερη του συνηθισμένου και της καθημερινής, εμπορικής, ευτέλειας. Φυσικά, χρήσιμο και απαραίτητο είναι να αναφέρουμε και την υπέροχη σύμπραξη επί σκηνής της δημιουργού με τον ηθοποιό Μιχάλη Βιρβιδάκη όπου ερμήνευσαν υπό μορφή αναλογίου «Το γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη» του ποιητή, δοκιμιογράφου και μεταφραστή Κώστα Κουτσουρέλη. Αλήθεια, όποιος δεν ένοιωσε εκείνη τη στιγμή να ταράζεται το μέσα του, δεν ξέρω και αν κατάλαβε τίποτα από ολόκληρη την βραδιά –  αν και για να είμαι ειλικρινής κι όπως παρατηρούσα τα πρόσωπα και τις εκφράσεις των θεατών στην παράσταση, όχι μόνο καταλάβαμε όλοι μας τι συνέβαινε εκείνη τη στιγμή αλλά και ταξιδέψαμε σε χώρους άγνωστους και πρωτόγνωρους, σε εμπειρίες αισθαντικές, που ψάχνουν τα τι και τα πώς της εποχής μας της δύστροπης.

Ναι, δεν συνηθίζω να το παραδέχομαι, ούτε καν σε φίλους και παρέες – το μειονέκτημα όταν είσαι άνθρωπος μοναχικός, αλλά ταξίδεψα, ταξιδέψαμε με τούτη την μουσικοποιητική παράσταση, δημιούργημα και παιδί της νέας μουσικού Φένιας Χρήστου, που επίσης περιείχε ένα πρόγραμμα που συνδύαζε αρμονικά επιλεγμένες συνθέσεις της από την μέχρι τώρα βραβευμένη πορεία της, τη νέα  δουλειά της από τον δίσκο που θα κυκλοφορήσει σύντομα (αρχές 2017), καθώς και μία επιλογή διασκευών της από τη διεθνή μουσική σκηνή μαζί μ’ ένα απάνθισμα μελοποιημένων ποιημάτων Χανιωτών ποιητών.

Φεύγοντας με τη λήξη της παράστασης ένοιωσα (και ήμουνα) θεραπευμένος. Αλήθεια, αυτός δεν είναι ο σκοπός της αληθινής τέχνης; Η θεραπεία ψυχής και σώματος! Ο πονοκέφαλος είχε φύγει, ακόμα κι αυτή η ίωση του… χανιώτικου αποκαλόκαιρου που με ταλαιπωρούσε είχε (και έχει τώρα που σας γράφω) κρυφτεί κάτω από την επίδραση της μουσικής της Φένιας Χρήστου. Δυστυχώς, όπως κάθε αχάριστος θεραπευμένος που κατά βάθος τον ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός του, επηρεασμένος κι από τον ενθουσιασμό της στιγμής, έφυγα από το θέατρο Κυδωνία – τι ντροπή Θεέ μου, χωρίς να κρατήσω το σαβουάρ βιβρ του καθωσπρέπει και ευγνώμονα θεατή, δηλαδή χωρίς να ευχαριστήσω τους συντελεστές της παράστασης, χωρίς να τους σφίξω το χέρι, για την εμπειρία και ναι, τη θεραπεία μου. Αυτό το κείμενο, είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να τους χαρίσω για ευχαριστώ.

Ώρα να κλείσω, λοιπόν. Καθήκον ενός γραφιά, είτε επαγγελματία, είτε ερασιτέχνη, οπωσδήποτε φλύαρου αλλά και σίγουρα επιδειξιομανή, είναι να ξέρει πότε να τελειώσει, όχι; Η προσωπική μου εξομολόγηση τελειώνει – μόνο εκείνο το κείμενο που εκκρεμεί αναρωτιέμαι πότε θα το παραδώσω…

Αγώνας της Κρήτης  (17/10/2016)

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Λαμπεντούζα, του Άντερς Λουστγκάρτεν: όταν το θέατρο παίρνει θέση στα ζητήματα της εποχής μας



Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης

Η Λαμπεντούζα είναι ιταλικό νησί που βρίσκεται μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας. Στην αρχαιότητα όπως και στον Μεσαίωνα υπήρξε ναυτικός κόμβος, σημαντικός ψαρότοπος, στρατιωτική βάση και οχυρό αλλά και τόπος εξορίας πολιτικών εξόριστων και κατάδικων κατά τη διάρκεια του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Στα νεότερα χρόνια υπήρξε βάση της αμερικάνικης ακτοφυλακής (1960), νατοϊκή βάση καθώς και αναπτυσσόμενο τουριστικό θέρετρο της Ιταλίας. Τα τελευταία χρόνια το νησί έγινε γνωστό ως τόπος που καταφθάνουν καραβιές προσφύγων από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα μετά από την βίαιη καταστολή των αραβικών επαναστάσεων και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους αλλά κι ως τόπος μαρτυρίου εφόσον πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες φθάνουν στις ακτές της Λαμπεντούζα ήδη πνιγμένοι αλλά και γιατί όσοι επιβιώσουν της κακοκαιρίας και των επιθέσεων του ιταλικού λιμενικού, φυλακίζονται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης της περιοχής. Λαμπεντούζα, λέγεται επίσης, και το θεατρικό έργο του Βρετανού θεατρικού συγγραφέα Άντερς Λουστγκάρτεν, που με αφορμή τα γεγονότα στο νησί και το σύγχρονο δράμα των προσφύγων επιχειρεί μία προσέγγιση του ζητήματος και όχι μόνο, τόσο με ένα ξεκάθαρο πολιτικό σχολιασμό, διεκδικώντας να μπει ένα οριστικό τέλος σε αυτό το έγκλημα, όσο και με μια ανθρώπινη ματιά που ξεσηκώνει οργή, μίσος και άλλα συναισθήματα.

   Το έργο, που παρουσιάζει τον τελευταίο μήνα στην πόλη μας η Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη και το Θέατρο Κυδωνία, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Βιρβιδάκη και σε μετάφραση του Δημήτρη Κιούση, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Στους ρόλους του έργου έχουμε τον Μιχάλη Βιρβιδάκη και την Κατερίνα Μαντίλ όπου ερμηνεύουν τους χαρακτήρες του Ιταλού ψαρά Στέφανο και της μιγάδας Ντενίζ. Ο Στέφανο προέρχεται από μια οικογένεια πάππου προς πάππου Ιταλών ψαράδων. Όμως τον εικοστό πρώτο αιώνα τα δίχτυα του πιάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό : η δουλειά του τώρα είναι να ανασύρει τα σαπισμένα πτώματα των μεταναστών που πνίγονται στη Μεσόγειο. Παράλληλα, σε κάποια άθλια γωνιά της Μεγάλης Βρετανίας η Ντενίζ, μιγάς που εργάζεται ως εισπράχτορας σε κάποια τοκογλυφική επιχείρηση, καθώς γυρνά από πόρτα σε πόρτα για να μαζεύει τις καθυστερημένες δόσεις δανείων ακούγοντας κάθε είδους σχόλιο για τους μετανάστες, γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της πιο απρόσμενης οικονομικής παρακμής στην «ευημερούσα» Ευρώπη του 2015. Ναι, το έργο δε περιορίζεται μόνο στο προσφυγικό ζήτημα. Ανατέμνει με αφάνταστη επιδεξιότητα και παρουσιάζει γυμνές στα μάτια (και την κρίση) του θεατή τις αιτίες που οδηγούν τους πρόσφυγες να αναζητήσουν σωτηρία στη φυγή, μακριά από τις χώρες τους που ο πόλεμος και η αντίδραση, η βίαιη εξαφάνιση κάθε στοιχείου ανθρωπιάς, αποτελούν πια ή ίσως να αποτελούν, τίποτα δεν είναι ποτέ οριστικό, μονόδρομο. Αλλά και η υποκρισία της πολιτισμένης Δύσης, ο κίβδηλος ανθρωπισμός των χορτάτων, η έξαρση του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας, η καπιταλιστική κρίση έχουν τη θέση τους στο έργο. Την πρώτη πλευρά περιγράφει ο Στέφανο, την δεύτερη η Ντενίζ. Μαζί αποτελούν μια τέλεια, κοινωνική και ψυχολογική παρουσίαση του σάπιου κόσμου στον οποίο έτυχε να γεννηθούμε αλλά που έχουμε απαράβατο καθήκον, να αλλάξουμε.

   Ο Άντερς Λουστγκάρτεν δεν μασάει τα λόγια του. Παίρνει θέση, θέση σταθερή στο πλευρό των αδικημένων, ξεβρακώνοντας κυριολεκτικά κάθε υποκρισία. Παραθέτω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την παράσταση. Μιλάει η Ντενίζ «Με φτύσανε σήμερα το πρωί στο λεωφορείο. Φλωράκια, από το ιδιωτικό μου φάνηκαν. Μέχρι προσφάτως δεν είχαν ακούσει τ’ αυτιά μου το «κινέζικο μουνί» και το «μαλακισμένη μετανάστρια» με τέτοια εκλεπτυσμένη προφορά. Τελευταία όμως τα ακούω όλο και πιο συχνά. Μικροαστοί που ταυτίζουν το ρατσισμό με την ελευθερία λόγου. Ξέρεις, όλοι αυτοί οι μαλακισμένοι με τα «Je suis Charlie» μπλουζάκια». Κι αλλού, πάλι η Ντενίζ, σχολιάζει ότι: «Οι μετανάστες δεν ξοδεύουν τις λιγοστές οικονομίες τους για να λαδώσουν τον ένα ή τον άλλο διακινητή, δεν αφήνουν πίσω τους όσους αγαπάνε, δεν παλεύουν με νύχια και με δόντια για μια θέση κάτω από τις ρόδες των τραίνων […] κι όλα αυτά για να ξαφρίσουν το Βρετανικό δημόσιο από εξήντα εφτά ψωρολίρες και σαράντα έξι πέννες επίδομα τη βδομάδα». Τα συμπεράσματα δικά σας…

   Είναι βέβαια πολλά ακόμα αυτά που έχει να γράψει κανείς για την Λαμπεντούζα του Λουστγκάρτεν και που δεν χωράνε μέσα σε λίγες λέξεις – θα περιοριστώ σε ένα μόνο. Το έργο δεν έχει χάππυ εντ, δεν τελειώνει με μια χαζοχαρούμενη σκηνή όπου όλα αντιμετωπίζονται από κάποια ανώτερη δύναμη,όπως έχουμε δει αρκετές φορές σε διάφορες θεάματα της σειράς, και μετά όλα είναι μέλι-γάλα. Και πως αλλιώς, όταν τα προβλήματα παραμένουν. Αλλά το έργο είναι γεμάτο ελπίδα. Αυτή η ελπίδα έρχεται από τους απλούς ανθρώπους, τους Ιταλούς ψαράδες, τους Αφρικανούς πρόσφυγες, τους Πορτογάλους μετανάστες και τους Βρετανούς μιγάδες, που μέσα από τη μιζέρια καταφέρνουν να σπάσουν τα ψεύτικα δεσμά που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από το κοινό συμφέρον τους και υψώσουν φωνή διαμαρτυρίας και αγάπης – ναι, αγάπης – στους συνανθρώπους τους. Είναι αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι που θα δώσουν τη λύση στα προβλήματα τους. Σ’ ένα ανάλογο σημείο καταλήγει ο Άντερς Λούστγκάρτεν. Ότι χρειάζεται να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό που πραγματικά συμβαίνει στον κόσμο, κι αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα δύο πρόσωπα του έργου. Ο Στέφανο χωρίς την Ντενίζ θα ήταν γυμνός, και το ανάποδο. Το ίδιο και το έργο. Ελπίζει ο συγγραφέας πως τα συλλογικά φράγματα όλων μας, σύντομα θα καταρρεύσουν. Όπως σημειώνει στον πρόλογο του έργου του: «Το βασικό ερώτημα που πρέπει να θέσουμε στους εαυτούς μας, και που εμποτίζει και τις δύο ιστορίες του έργου, είναι τι μορφή θέλουμε να έχει η κοινωνία στην οποία ζούμε. Τίποτα από αυτά όμως, συνεχίζει, δεν συζητιέται. Αντίθετα, απλώς αφήνουμε τους ανθρώπους να πνίγονται». Αλλά για να ξεκινήσει η συζήτηση, και έχει ξεκινήσει μην ακούτε τι λένε τα καπιταλιστικά ΜΜΕ, χρειάζονται έργα όπως η «Λαμπεντούζα» αλλά και μαζική αντιρατσιστική, αντιφασιστική και ναι, γιατί όχι, αντικαπιταλιστική δράση – όμως αυτή είναι μία χρήσιμη συζήτηση που δεν έχει θέση σε αυτό το σημείωμα.

  Όσο για τους συντελεστές του έργου, ότι και να πει κανείς θα είναι λίγο. Οι ερμηνείες είναι συγκλονιστικές, τόσο από τον δωρικό, βαθειά συναισθηματικό Μιχάλη Βιρβιδακή (Στέφανο), όσο κι από την οργισμένη και ειρωνική Κατερίνα Μαντίλ (Ντενίζ). Αναδεικνύουν ότι το θέατρο, η τέχνη γενικότερα, είναι ένα πολύ σημαντικό παιδαγωγικό εργαλείο αλλά και ένα μέσο κοινωνικής αφύπνισης. Είναι επίσης ο θεματοφύλακας της ιστορίας, της κοινωνικής και πολιτιστικής μνήμης της ανθρώπινης ύπαρξης. Παίρνει θέση στα σημαντικά ζητήματα του καιρού μας κι εκφράζει αυτό που πολλοί θέλουν να εκφράσουν αλλά που η καθημερινή αλλοτρίωση δεν τους επιτρέπει. Όμως έχει κι άλλες δυνατότητες το θέατρο, που ούτε η ποίηση, ούτε η μουσική αρκετές φορές, δεν έχουν. Κι ο ηθοποιός είναι αυτός που ζωντανεύει μπροστά στο κοινό, το δράμα πολλών και ετερόκλητων ομάδων ανθρώπων, με τέτοιο τρόπο που ούτε τα ελεγχόμενα ΜΜΕ μπορούν (και ούτε θέλουν) να δείξουν αλλά πολλές φορές ούτε η ίδια η αντίληψή μας δεν επιτρέπει να καταλάβουμε. Γι’ αυτό και η εξουσία φοβάται το θέατρο και την ελεύθερη έκφραση, ψάχνοντας χίλιους τρόπους για να λογοκρίνει έργα και δημιουργούς.

   Ναι, η «Λαμπεντούζα» του Άντερς Λουστγκάρτεν στην διδασκαλία των συντελεστών του Θεάτρου Κυδωνία και της Εταιρείας Θεάτρου Μνήμη αποτελεί μια τεράστια εμπειρία ζωής, ένα φάρο φωτεινό, που φωτίζει τον δρόμο της απελευθέρωσης κι όχι τον δρόμο του μαρτυρίου και της καταστολής.

Όσοι/ες δεν το είδατε, σας το λέω, κάνατε ένα πολύ μεγάλο λάθος.

Χανιά, 23/01/2016

Αγώνας της Κρήτης